Τι αναφέρει έκθεση της Optima bank
Το μακροοικονομικό περιβάλλον είναι και πάλι θετικό μετά από μια πολύ δύσκολη δεκαετία (οικονομική κρίση, πανδημία κορονοϊού), γεγονός που υποστηρίζει το περιβάλλον λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών, αναφέρει σε έκθεσή της για τον κλάδο η Optima bank.
Όπως σημειώνει η χρηματιστηριακή, η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της ΕΕ χάρη στην υψηλότερη ιδιωτική κατανάλωση και την καλή τουριστική περίοδο, το ρεκόρ εξαγωγών και τον αυξημένο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, το ποσοστό της ανεργίας μειώνεται, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αναμένεται να σημειώσουν ιστορικό υψηλό, η δημοσιονομική πειθαρχία επιστρέφει σε ορθή τροχιά και το δημόσιο χρέος είναι καλά προστατευμένο από το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας κρίσης.
Επίσης, το οικονομικό μοντέλο εν τέλει αλλάζει, στρεφόμενο προς τις επενδύσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κονδυλίων και των Εθνικών Προγραμμάτων Ανάπτυξης των 80 δισ. ευρώ ή 44% του ΑΠΕ του 2021 κατά την περίοδο 2021-2027. Οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναμένουν ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ΕΕ και το 2023 και θα ανέλθει στο επίπεδο του 2011 με το ήμισυ της μόχλευσης να τροφοδοτείται κυρίως από την σημαντική αύξηση κατά 15,3 δισ. ευρώ των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, εκ των οποίων τα 8,3 δισ. ευρώ από το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης και 7 δισ. ευρώ από το πρόεδρος Ταχείας Αντίδρασης.
Η Optima bank σημειώνει ότι η “μόχλευση” (leverage) μπαίνει εκ νέου στο παιχνίδι μετά από μια παρατεταμένη περίοδο απομόχλευσης, με τον εταιρικό δανεισμό ως αιχμή του δόρατος της ανάπτυξης. Επιπλέον, σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις καταγράφεται υπομόχλευση με το ποσοστό διείσδυσης μόλις στο 59% του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2022 έναντι 119% του ΑΕΠ το 2010. Οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα έχουν αυξηθεί κατά 63,5 δισ. ευρώ από το χαμηλό του 2016 και κατά 41,7 δισ. ευρώ από το 2019, παρέχοντας στο τραπεζικό σύστημα πλεονάζουσα ρευστότητα (LDR στο 61% από 119% το 2010), η εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών συνεχίζεται, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) σε μονοψήφιο ποσοστό (7,1% το 9μηνο του 2022) και τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αποτελούν τον κύριο πυλώνα ανάπτυξης λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ (ετήσια αύξηση 10% το 2023, 8% το 2024).
Όσον αφορά τους πτωτικούς κινδύνους, η χρηματιστηριακή επισημαίνει ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων είναι η επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, μια πιθανή παγκόσμιας ύφεσης, η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων και η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος.
Ωστόσο, η Optima bank σημειώνει ότι είναι επιφυλακτικά αισιόδοξη όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών, που υποστηρίζεται από τις ισχυρές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας (μείωση των οργανικών NPEs κατά 2,4 δισ. ευρώ), τις μακροοικονομικές προοπτικές, το απόθεμα των καταθέσεων και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή δεν αναμένεται κλιμάκωση του κόστους των καταθέσεων, καθώς η ρευστότητα του συστήματος είναι άφθονη, σε αντίθεση με την περίοδο 2008-2009.
Η Optima bank εκτιμά ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες θα καταστούν κερδοφόρες από το 2022 και εφεξής, με τους κυριότερους παράγοντες ανάπτυξης να είναι το υψηλότερα βασικά έσοδα (καθαρά έσοδα από τόκους, προμήθειες) και τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα. Η χρηματιστηριακή επαναλαμβάνει ότι είναι επιφυλακτικά αισιόδοξοι για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών το 2023 και αναμένει οριακά θετικό σχηματισμό NPEs για τους προαναφερθέντες λόγους.
Ως εκ τούτου, αναμένει ότι το οργανικό κόστος κινδύνου θα διευρυνθεί μόλις κατά 7 μονάδες βάσης το 2023, ενώ υπολογίζει ότι τα καθαρά κέρδη από τόκους θα αυξηθούν κατά 3% σε ετήσια βάση το 2022 και κατά 10% σε ετήσια βάση το 2023, τα έσοδα από προμήθειας κατά 16% σε ετήσια βάση το 2022 και κατά 4% το 2023. Επίσης, προβλέπει ότι τα καθαρά κέρδη θα ανέλθουν στα 3,7 δισ. ευρώ το 2022, ενώ θα μειωθούν στα 2,4 δισ. ευρώ το 2023, οδηγώντας σε μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων ύψους 8,9%.
Η Optima bank σημειώνει ότι οι τράπεζες εμφανίζουν σημαντική ανοδική δυναμική παρά τον αυξημένο δείκτη κόστους μετοχικού κεφαλαίου που κυμαίνεται από 12,4% έως 14,4%, λόγω των πολιτικών, μακροοικονομικών και εταιρικών κινδύνων. Όπως σημειώνει, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται 4,9 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη ανά μετοχή του 2023, με discount 22 έναντι των τραπεζών της Νότιας Ευρώπης (ιταλικές, ισπανικές και πορτογαλικές) και εμφανίζουν λόγο τιμή προς ενσώματη λογιστική αξία 0,45 φορές.
Σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή, η Τράπεζα Πειραιώς εμφανίζει την υψηλότερη ανοδική δυναμική (+119%), ακολουθούμενη από την Alpha Bank (+47%), τη Eurobank (+37%) και την Εθνική Τράπεζα (+25%), και στο πλαίσιο αυτό δίνει σύσταση “αγορά” για όλες.
Όσον αφορά τις τιμές-στόχους, για την Alpha Bank δίνει τιμή-στόχο στο 1,48 ευρώ (από 1,77 ευρώ προηγουμένως), για τη Eurobank το 1,40 ευρώ (από 1,38 ευρώ πριν), για την Εθνική Τράπεζα τα 4,64 ευρώ (από 5,42 ευρώ προηγουμένως) και για την Τράπεζα Πειραιώς δίνει τιμή-στόχο τα 2,80 ευρώ (από 2,01 ευρώ πριν).