Εκτενή αναφορά στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα κάνει η βρετανική εφημερίδα The Guardian σε πρόσφατο άρθρο της.
Στο newsletter της Παρασκευής, η δημοσιογράφος του Guardian, Nimo Omer, αναφέρεται στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, συνομιλεί με την υπεύθυνη για το πολιτιστικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας, και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η προσέγγιση της συζήτησης γύρω από το ζήτημα της επιστροφής φαίνεται να αλλάζει.
Το άρθρο ξεκινά με τις πρόσφατες δηλώσεις του γνωστού Βρετανού ηθοποιού και συγγραφέα, Στίβεν Φράι, ο οποίος παρομοίασε την απομάκρυνση των Γλυπτών του Παρθενώνα με την απομάκρυνση «του πύργου του Άιφελ από το Παρίσι». Τα σχόλια του Φράι, ο οποίος έχει εκφράσει τη στήριξή του για την επιστροφή των Γλυπτών, έγιναν, γράφει ο Guardian, καθώς η συζήτηση που συνεχίζεται εδώ και δύο αιώνες φαίνεται να παίρνει μια νέα τροπή, με τις αναφορές για νέες συνομιλίες μεταξύ της Αθήνας και του Βρετανικού Μουσείου μέσα στον περασμένο χρόνο.
Ο Guardian γράφει: «ενώ τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν μοιάζουν με τα Χάλκινα του Μπενίν – τεχνουργήματα που λεηλατήθηκαν χωρίς αμφιβολία σε μια βίαιη επίθεση εναντίον μιας χώρας – η συζήτηση γύρω από τα γλυπτά φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα ιδιοκτησίας, νομιμότητας και διατήρησης».
Ο Guardian προσθέτει: «Καθώς οι συζητήσεις αυτού του είδους μετατρέπονται σε πράξη σε πολλά μέρη – με τον πάπα να διατάσσει να επιστραφούν τρία θραύσματα του Παρθενώνα από το Βατικανό και τη Γερμανία να παραδίδει 22 χάλκινα του Μπενίν στα τέλη του περασμένου έτους – η Βρετανία έχει δεχθεί περαιτέρω πίεση να επαναπατρίσει τα αντικείμενα που έχει στην κατοχή της για αιώνες».
Γιατί αλλάζει η συζήτηση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, σύμφωνα με τον Guardian
Το ρεπορτάζ συνεχίζει: «Για πολλά χρόνια αυτή η συζήτηση βρισκόταν σε αδιέξοδο – η Ελλάδα αρνιόταν να αναγνωρίσει την κυριότητα της Βρετανίας, ενώ η Βρετανία δεν φαινόταν να νοιάζεται και κράτησε την ίδια στάση. Αλλά ένας απρόσμενος πρωταγωνιστής αναζωπύρωσε τη συζήτηση: ο Τζορτζ Όσμπορν. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, που από το 2021 είναι πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, ξεκίνησε συνομιλίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την πιθανή επιστροφή των γλυπτών. (Η υπουργός Πολιτισμού Μισέλ Ντόνελαν δεν συμφωνεί, ωστόσο, λέγοντας ότι η επιστροφή των μαρμάρων θα ήταν ένας «επικίνδυνος» και «ολισθηρός» δρόμος – επειδή και άλλοι μπορεί να αποφασίσουν ότι θέλουν τα δικά τους πράγματά τους πίσω.)».
Σύμφωνα με τη Charlotte Higgins, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους τα πράγματα αλλάζουν: η διάθεση του κοινού, η στάση του Βρετανικού Μουσείου και ο ρόλος των μουσείων στην κοινωνία. «Η όλη συζήτηση σχετικά με την πολιτιστική αποκατάσταση έχει γίνει γενικότερα πιο καυτή και νομίζω ότι το ευρύτερο κοινό, εκτός του μουσείου, έχει αρχίσει να σκέφτεται αρκετά διαφορετικά γι’ αυτό», είπε η υπεύθυνη του πολιτιστικού ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας. Εξάλλου, μια δημοσκόπηση της YouGov από το Parthenon Project, μια ομάδα που κάνει εκστρατεία για την επιστροφή των γλυπτών (και στην οποία ο Στίβεν Φράι είναι μέλος), έδειξε ότι το 53% υποστήριξε την επιστροφή, το 20% δήλωσε ότι δεν έχει ισχυρή γνώμη προς καμία κατεύθυνση και το 21% ήταν αντίθετο. Φαίνεται επίσης ότι υπάρχει πλέον πραγματική βούληση στο Βρετανικό Μουσείο να διευθετηθεί το ζήτημα. «Νομίζω ότι ο Τζορτζ Όσμπορν αποφάσισε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει κατά τη διάρκεια της θητείας του», προσθέτει η Charlotte Higgins.
Γενικότερα, γίνεται επί του παρόντος μια επανεκτίμηση σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι μουσείο στον σύγχρονο κόσμο. Για πολλούς, δεν θεωρούνται πλέον ουδέτεροι χώροι, που φυλάνε ή φροντίζουν ιερούς, αρχαίους θησαυρούς, αλλά ως «θεσμοί που έχουν τις ρίζες τους, πολύ συχνά, στην ιστορία του ιμπεριαλισμού και, συνεπώς, έχουν κάποιου είδους ευθύνη να γίνουν χώροι συμφιλίωσης και εξιλέωσης», σύμφωνα με όσα είπε η Higgins. Η αναγνώριση αυτής της ηθικής ευθύνης έχει αλλάξει το κλίμα αυτής της συζήτησης.
Γιατί άργησε τόσο πολύ να αλλάξει η κατάσταση
Για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλοί θεωρούσαν τη νομοθεσία ως τρόπο για να μεταφερθούν τα γλυπτά πίσω στην Ελλάδα, αλλά αυτή ήταν μια όλο και πιο μάταιη προσπάθεια. Το Βρετανικό Μουσείο δήλωνε ότι τα χέρια του ήταν δεμένα νομικά και ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αλλάξει τη νομοθεσία της, ενώ η κυβέρνηση έριχνε το βάρος πίσω στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου ως νόμιμους ιδιοκτήτες των μαρμάρων.
Αυτό το «αδιέξοδο», λέει η Higgins, «λειτούργησε με πολύ βολικό τρόπο, διότι διατήρησε το status quo». Ωστόσο, έχει γίνει σαφές ότι αυτός ο τρόπος κατανόησης της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά περιοριστικός. «Τα αντικείμενα αυτά δημιουργήθηκαν πολύ πριν εφευρεθεί οποιοδήποτε βρετανικό νομικό πλαίσιο. Υπάρχει η αίσθηση ότι, προκειμένου να ξεφύγουμε από αυτό, πρέπει να αναπτυχθεί ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης», λέει η Higgins.
Τι θα γίνει στη συνέχεια
Αυτή η ιστορία αιώνων θα συνεχιστεί πιθανότατα για αρκετό καιρό ακόμα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Guardian, αφού δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Βρετανία σκοπεύει -ή ακόμη και ότι μπορεί- να παραχωρήσει άμεσα την κυριότητα των γλυπτών του Παρθενώνα. Ωστόσο, ο Όσμπορν φέρεται να έχει σχεδιάσει μια συμφωνία που διευκολύνει κάποιου είδους μακροπρόθεσμη «πολιτιστική ανταλλαγή». Δεν θα πρόκειται για δάνειο, επειδή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει ότι η Βρετανία είναι ο ιδιοκτήτης των 2.500 ετών αντικειμένων.
«Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο κενός χώρος στο ευάερο μουσείο της Ακρόπολης για τα υπόλοιπα μέρη των γλυπτών μπορεί επιτέλους να γεμίσει», καταλήγει το άρθρο.