Ιδιαίτερα επικριτικός προς όλους όσοι συνέταξαν το Μνημόνιο αλλά και προς τον Γιώργο Παπανδρέου εμφανίζεται ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης.
Ο κ. Σημίτης, σε απόσπασμα από την ομιλία του -στο συνέδριο που οργανώνουν, στις 23 Ιανουαρίου 2012 το Ίδρυμα Heinrich Böll και το Freïe Universität του Βερολίνου- που διέρρευσε στους δημοσιογράφους από το πολιτικό του γραφείο, κάνει λόγο για προχειροδουλειά στη σύνταξη του Μνημονίου.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση της κρίσης υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι «Η συμφωνία μεταξύ της ΟΝΕ και της Ελλάδας για την πολιτική, που οφείλει να εφαρμόσει η Ελλάδα, ώστε να της χορηγηθεί το σύνολο των δόσεων του συμφωνηθέντος δανείου, γνωστή ως Μνημόνιο, συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση. Οι συντάκτες του Μνημονίου παρέλειψαν να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ήταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση».
Ο Κ. Σημίτης υποστηρίζει ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στην ΕΕ, «χρειάζεται η διαμόρφωση ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του ανεπτυγμένου κεντρικού πυρήνα της ευρωζώνης και της λιγότερο ανεπτυγμένης περιφέρειάς της» και προβλέπει ότι «αν αυτό δεν συμβεί τότε θα υπάρξουν και στο μέλλον επαναλαμβανόμενες κρίσεις».
Τέλος, η πρότασή του είναι ότι η «έξοδος από την κρίση επιβάλλει “την φυγή προς τα εμπρός” δηλαδή στην κατεύθυνση μιας οικονομικής διακυβέρνησης και μιας πολιτικής ενοποίησης. Αυτός είναι ο στόχος που πρέπει με σοβαρότητα και επιμονή να επιδιώξουμε. Το ελληνικό πρόβλημα δεν ήταν μία ατυχία στην πορεία της Ένωσης, η παρεκτροπή που ανέτρεψε ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα. Ήταν ο καταλύτης που ανέδειξε τις αδυναμίες της μέχρι τώρα οικονομικής διακυβέρνησης, την ανάγκη ενός νέου προσδιορισμού της».