Το κλίμα ύφεσης στην ελληνική οικονομία και η μείωση των τιμών, είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αγοράς φαρμάκου, έπειτα από μια μακρά περίοδο ανοδικής πορείας.
Οι τελευταίες μεταβολές και προοπτικές εξέλιξης του συγκεκριμένου κλάδου παρουσιάζονται στην δεύτερη έκδοση της κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group AE.
Το προφίλ υγείας και το ποσοστό γήρανσης του πληθυσμού αποτελούν τους κύριους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη ζήτηση για φάρμακα και παραφαρμακευτικά είδη.
Οι μακροχρόνιες προβολές πληθυσμού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) δείχνουν αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού άνω των 65 ετών μέχρι το έτος 2050.
Στην ελληνική αγορά φαρμάκου δραστηριοποιείται ήδη αξιόλογος αριθμός επιχειρήσεων (τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και εισαγωγής) με μακρόχρονη και ισχυρή παρουσία και δυναμική, ορισμένες εκ των οποίων αποτελούν θυγατρικές ισχυρών πολυεθνικών ομίλων.
Ως εκ τούτου, ο κλάδος χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό, ενώ οι στρατηγικές κινήσεις, οι οποίες καταγράφονται και στην ελληνική επικράτεια, είναι κυρίως αποτέλεσμα της διεθνούς τάσης για συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Αν και ο εξεταζόμενος κλάδος απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από εισαγωγικές επιχειρήσεις, ολοένα και μεγαλύτερη καθίσταται η συνεισφορά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, καθώς τα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 12% την περίοδο 2002-2009.
Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξάπλωση του συνεργαζόμενου δικτύου διανομής τους (φαρμακαποθήκες), προκειμένου να προωθήσουν τα παραγόμενα/ εισαγόμενα προϊόντα και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς για επάρκεια.
Επιπρόσθετα, πραγματοποιούν επενδύσεις με σκοπό την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού τους εξοπλισμού και της παραγωγικής διαδικασίας.