Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για την χρηματοδότηση και ανάπτυξη της πραγματικής Οικονομίας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην χώρα μας συνεχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας -μια τροχοπέδη που έχει πλέον καταντήσει σωστό «καρκίνωμα» για κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια.
Πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την πρόσβαση στη χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη κατέδειξε ότι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα και περισσότερα εμπόδια στην πρόσβασή τους στον τραπεζικό δανεισμό, σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Η κατάσταση αυτή μάλιστα επιδεινώθηκε το τελευταίο εξάμηνο (Οκτώβριος 2011 – Μάρτιος 2012).
Σύμφωνα με την έρευνα, χειρότερους όρους πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση αντιμετώπισαν και οι ΜμΕ των υπόλοιπων χωρών-μελών της Ευρωζώνης, με μοναδική εξαίρεση τις γερμανικές επιχειρήσεις. Το ποσοστό των ελληνικών ΜμΕ που διαπίστωσε επιδείνωση των όρων πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση έφθασε το 45%, έναντι 35% για τις ιρλανδικές και τις πορτογαλικές επιχειρήσεις. Η επιδείνωση αυτή αποδίδεται από τις επιχειρήσεις των περισσότερων χωρών στις γενικές οικονομικές προοπτικές.
Βάσει των ευρημάτων της έρευνας, οι ελληνικές, οι ισπανικές και ιταλικές ΜμΕ αναφέρουν ως έναν πρόσθετο σημαντικό παράγοντα και την επιδείνωση των δικών τους προοπτικών, όσον αφορά τις πωλήσεις και την κερδοφορία ή τα επιχειρηματικά σχέδιά τους. Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά απόρριψης των αιτήσεων χορήγησης δανείων, ο ελληνικές επιχειρήσεις κατατάσσονται στην κορυφή, καθώς το 38% των αιτημάτων απορρίπτεται. Στο σχετικό δείκτη ακολουθούν οι ιταλικές επιχειρήσεις (19%), οι πορτογαλικές (18%), οι ιρλανδικές (17%) και οι ισπανικές (16%).
Εκτός από το υψηλό ποσοστό απόρριψης των αιτήσεών τους για δανεισμό, οι ελληνικές ΜμΕ αντιμετώπισαν και επιδείνωση των όρων δανεισμού τους, αναφέροντας αύξηση του επιτοκίου και του υπολοίπου κόστους που επιβαρύνουν τις δανειακές συμβάσεις (έξοδα φακέλου κ.λπ).
Ωστόσο, τα ποσοστά απόρριψης τραπεζικών αιτήσεων γενικά ήταν αυξημένα ή αμετάβλητα, σε σχέση με τις προηγούμενες σχετικές έρευνες της ΕΚΤ στις περισσότερες χώρες, με εξαίρεση τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία, όπου κατέγραψαν μείωση.