Φως ελπίδας δίνει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία επισημαίνει ορισμένους κλάδους της Οικονομίας μας ικανούς να υποσχεθούν μια -μερική έστω- ανάσχεση της ανεργίας που μαστίζει τον τόπο. Πρόκειται σαφώς για κλάδους και ειδικότητες που στα τελευταία δύο έτη παρουσίασαν αξιοσημείωτες αντοχές έναντι της κρίσης.
Στον αντίποδα, μεταξύ των κλάδων που υπέστησαν μεγάλες απώλειες από την κρίση και απεικονίζεται και στις θέσεις απασχόλησης, είναι οι κατασκευές και η μεταποίηση. Από την έναρξη της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, το γ’ τρίμηνο του 2008, μέχρι την άνοιξη του 2011, καταγράφηκε απώλεια 434.000 θέσεων εργασίας, η οποία δεν κατανέμεται αναλογικά σε όλους τομείς, αλλά παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, ανάλογα με τις αντιστάσεις κάθε κλάδου.
Με κριτήριο την εξέλιξη της απασχόλησης, εντοπίζονται συγκεκριμένοι κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες και οι οποίοι εμφανίζουν αντοχή στην κρίση και σχετικά μικρές απώλειες στην απασχόληση και θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ως δυνητικά οχήματα εξόδου από την κρίση, τονίζεται στη μελέτη Κώστα Κανελλόπουλου, στελέχους της διεύθυνσης Μελετών της ΤτΕ.
Πρόκειται για τους τομείς όπως η γεωργία, που για μεγάλο μέρος της εξεταζόμενης περιόδου αύξησε την απασχόλησή της και ουσιαστικά τη διατηρεί ακόμη, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών, η βιομηχανία φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς και τα ξενοδοχεία και εστιατόρια, που συνδέονται στενά με τον τουρισμό.
Ο ερευνητής επισημαίνει πως αν και μπορούν να αναφερθούν πολλοί λόγοι για τις παρατηρούμενες κλαδικές μεταβολές της απασχόλησης, τονίζει πως οι κλάδοι που εμφανίζουν αύξηση της απασχόλησης δεν φαίνεται να χαρακτηρίζονται από ισχυρά θεσμικά εμπόδια εισόδου στον κλάδο. Ωστόσο προσθέτει θα μπορούσαν να υποστηριχτούν ακόμα περισσότερο και υπάρχουν προοπτικές με την προώθηση κλαδικών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, όπως:
– Επιδότηση της επιπλέον απασχόλησης στους δυναμικούς κλάδους.
– Αντίστοιχα κλαδικά προγράμματα κατάρτισης.
– Προώθηση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων τα οποία παράγει κυρίως η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία.
– Αναπτυξιακές δράσεις, με την υλοποίηση ώριμων επενδυτικών σχεδίων.
– Συντόμευση της οριστικής έγκρισης ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς και πραγματικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την είσοδο σε επαγγέλματα που υπάγονται σε αυτούς τους κλάδους μπορεί να φανούν πολλαπλώς αποτελεσματικές.
Σημειώνει χαρακτηριστικά πως για να εγγραφεί κάποιος νέος αγρότης στο Μητρώο Αγροτών, απαιτούνται χρονοβόρες προϋποθέσεις, όπως παρακολούθηση προγραμμάτων κατάρτισης, βεβαίωση από την αρμόδια ΔΟΥ ότι τουλάχιστον το 35% του ετήσιου εισοδήματός του προέρχεται από τη γεωργία, τουλάχιστον το 30% του ετήσιου χρόνου εργασίας του είναι στη γεωργία, ασφάλιση στον ΟΓΑ κ.λπ.
Ακόμη, η ενθάρρυνση της ανάπτυξης αποτελεσματικών δικτύων εμπορίας και διάθεσης αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων και μέσω συμβολαίων συνεργασίας ομάδων παραγωγών, αγροτών, βιοτεχνών, μεταποιητών και εξαγωγέων ή αλυσίδων λιανικής μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για την έξοδο από τη σημερινή οικονομική κρίση.
Οι ροές απασχόλησης
Κατά την τελευταία τριετία της κρίσης καταγράφονται 346.500 προσλήψεις το έτος, που ισοδυναμούν με το 7,8% της απασχόλησης. Αρκετές από αυτές συγκεντρώνονται στα ξενοδοχεία και εστιατόρια (71.000), στις κατασκευές (53.800) και στο εμπόριο (47.000).
Πέρα από αυτούς τους κλάδους, που προφανώς κάνουν πολλές εποχικές προσλήψεις, υπολογίσιμες προσλήψεις κατ’ έτος εμφανίζουν η γεωργία (31.000), τα τρόφιμα και ποτά (10.200) και η εκπαίδευση (23.200). Οι εξελίξεις αυτές στις προσλήψεις, που την εξεταζόμενη περίοδο της δραστικής μείωσης της απασχόλησης εμφανίζουν κάποια τάση αντοχής, δείχνουν ότι στην αγορά εργασίας υπάρχει αξιοσημείωτος κλαδικός δυναμισμός και προσαρμογή της απασχόλησης ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, που είναι δυνατόν, εάν υπάρξει ανάκαμψη της ζητούμενης παραγωγής ή της (διεθνούς) ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, να οδηγήσει και σε δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Εξάλλου, αρκετά υψηλότερο από το μέσο ποσοστό προσλήψεων (7,8%) είναι το ποσοστό προσλήψεων στα ξενοδοχεία & εστιατόρια (23%) και στον μάλλον στενά συνεργαζόμενο με αυτά κλάδο της διασκέδασης και ψυχαγωγίας (11,5%), στις κατασκευές (15,5%) και στα συνδεόμενα με αυτές ορυχεία (8,8%). Σε αυτούς του κλάδους δραστηριοποιούνται πολλές μικρές επιχειρήσεις χωρίς οργανωμένες εσωτερικές αγορές εργασίας και με αρκετή εποχικότητα, άρα και σχετικά υψηλή κινητικότητα.
Αντίθετα, το ποσοστό των προσλήψεων είναι αρκετά χαμηλό στις τράπεζες και ασφάλειες (2,6%), στον ηλεκτρισμό (5%), καθώς και στους περισσότερους κλάδους της μεταποίησης.
Αποχωρήσεις
Οι ετήσιες αποχωρήσεις εργαζομένων από την απασχόληση προς την ανεργία ή εκτός αγοράς εργασίας την εξεταζόμενη περίοδο, με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού εκτιμώνται συνολικά σε 487.500 το έτος ή στο 11% της απασχόλησης και αντιπροσωπεύουν την εξεταζόμενη περίοδο της μείωσης της απασχόλησης σαφώς υψηλότερο επίπεδο και ποσοστό από τις προσλήψεις.
Αυτή η διαπίστωση είναι συμβατή με το ότι η πρωτόγνωρη αύξηση της ανεργίας κατά 453.700 άτομα την περίοδο μεταξύ του β’ τριμήνου του 2008 και του β’ τριμήνου του 2011 συνοδεύθηκε από αύξηση των νέων ανέργων.
Σε μικρούς και μεγάλους
Το 74% των αποχωρήσεων εκτιμάται ότι προέρχεται από μικρές επιχειρήσεις ή ισοδύναμα το 11,1% των απασχολουμένων σε αυτές αποχωρεί κάθε έτος την περίοδο της τρέχουσας κρίσης. Οι αποχωρήσεις είναι περισσότερες των προσλήψεων στις μεγάλες παραγωγικές μονάδες με 50 τουλάχιστον απασχολουμένους, αλλά είναι σε απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό σαφώς μικρότερες από ό,τι στις μικρές επιχειρήσεις.
Τα υψηλότερα ποσοστά προσλήψεων
Από την έρευνα της ΤτΕ προκύπτει πως οι μικρές επιχειρήσεις ή οι τοπικές μονάδες με μέγεθος μέχρι 19 εργαζομένους, εμφανίζουν αισθητά υψηλότερο ποσοστό προσλήψεων (8,1% επί της απασχόλησης, έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων με μέγεθος πάνω από 50 άτομα που είναι στο 6,1%).
Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι μικρές επιχειρήσεις κυριαρχούν σε όρους απασχόλησης στην ελληνική οικονομία, προκύπτει ότι 77% των προσλήψεων γίνεται σε μονάδες μέχρι 19 άτομα. Η διαφορά αυτή μεταξύ μεγέθους της επιχείρησης και προσλήψεων, που έχει τεκμηριωθεί και σε άλλες χώρες, πιθανόν να οφείλεται σε κάποιο βαθμό στο σχετικά υψηλότερο ποσοστό έναρξης λειτουργίας των μικρών επιχειρήσεων, που αναπόφευκτα συνεπάγεται αντίστοιχες προσλήψεις, ενώ οι μεγάλες μονάδες με μακρά και σταθερή επιβίωση δεν εμφανίζουν ροές εργαζομένων για αυτό το λόγο.
Εξάλλου, οι ροές εργαζομένων περιορίζονται, καθώς η επιχείρηση λειτουργεί επί μακρότερο χρονικό διάστημα, επειδή έχει πλέον επιλέξει το άριστο μέγεθός της. Κατ’ αντιστοιχία, οι μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν και τις περισσότερες αποχωρήσεις.
Με βάση τα χαρακτηριστικά των προσλαμβανομένων, φαίνεται ότι μικρότερο σχετικά ποσοστό προσλήψεων εμφανίζουν οι άνδρες 7,4%, αν και αντιπροσωπεύουν το 56,9% του αριθμού των προσλήψεων, έναντι 8,4% και 43,6% αντίστοιχα των γυναικών. Οι γυναίκες υπερέχουν στους κλάδους των υπηρεσιών και οι άνδρες στη γεωργία και τη βιομηχανία.
Οι προσλήψεις συγκεντρώνονται πολύ περισσότερο στις νεώτερες ηλικίες, καθώς το 45% περίπου είναι κάτω των 30 ετών και επίσης 45% στις ηλικίες 31-50 ετών. Από την άλλη πλευρά, στις αποχωρήσεις, παρατηρείται ότι πλήττονται περισσότεροι οι άνδρες, καθώς έχασαν την εργασία τους 300.000, έναντι 187.000 γυναικών. Η μεγάλη διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι η κρίση χτύπησε κυρίως κατασκευές και βιομηχανία, όπου κατά κανόνα απασχολούν άνδρες.