Την ώρα που κοπάζει ο αχός των εκλογών στην Ελλάδα – της πλέον «ακτινογραφημένης» από τους ξένους εκλογικής αναμέτρησης από τη εποχή της Μεταπολίτευσης – τα μάτια όλης της Ευρώπης, όπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα The Independent στο κεντρικό άρθρο της, είναι στραμμένα και στην αντίδραση που θα προκαλέσει το εκλογικό αποτέλεσμα στο Βερολίνο.
Στην Ελλάδα – τονίζει η εφημερίδα – η ερώτηση είναι κατά πόσο αρκετοί ψηφοφόροι πόνταραν στον ΣΥΡΙΖΑ που, με ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα, αντιτίθεται στο μνημόνιο και κατά πόσο αυτή η προτίμηση θα οδηγούσε σε ταχύτατη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη ή αν οι ψηφοφόροι επέλεξαν να συνεχιστεί το πρόγραμμα λιτότητας υπό την ηγεσία της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας. Με τον ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε αναπόφευκτη μια μετωπική σύγκρουση με τη Γερμανία, που έχει τεθεί επικεφαλής της τρέχουσας οικονομικής ορθοδοξίας.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η επιλογή είναι λιγότερο δραματική, όχι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε διάθεση να υπαναχωρήσει από τη στάση του για την ακύρωση του μνημονίου, αλλά επειδή -κι αυτό είναι κάτι που ξέφυγε της γενικής προσοχής εκτός Ελλάδος – η Νέα Δημοκρατία επίσης δεσμεύτηκε να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους της παρούσας συμφωνίας, που υποχρεώνει τη χώρα να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2014.
Με άλλα λόγια, οποίος σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση στην Αθήνα θα πρέπει να διαχειριστεί τη λαϊκή απαίτηση περί νέων όρων στο μνημόνιο, με τη μόνη ορατή διαφορά πως η Αριστερά θα τους απαιτούσε, ενώ η Δεξιά απλώς θα τους ζητήσει με ευγενικό τρόπο.
Τι θα γίνει λοιπόν; Κανείς εκτός Ελλάδας δεν θεωρεί σοβαρή την άποψη πως η αντίσταση της Ανγκελα Μέρκελ να επαναδιαπραγματευτεί το ελληνικό πακέτο διάσωσης θα μπορούσε να καμφθεί από τα συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ «Δεν έχουμε χρήματα, άρα δεν θα πληρώσουμε». Ωστόσο είναι έκδηλη η υπόθεση, ειδικά σε Γαλλία και Βρετανία, πως η γερμανίδα καγκελάριος ίσως να αλλάξει τη στάση της, συμφωνώντας σε μια μετατροπή των όρων, ώστε η συμφωνία να μην καταλήξει στα σκουπίδια με τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία.
Πιο ευαίσθητες απέναντι στις απόψεις του Παρισιού και της Ρώμης παρά σε αυτές των κρατών-μελών στα ανατολικά, η κοινή γνώμη στη Βρετανία έχει πεισθεί πως η Μέρκελ έχει πλέον απομονωθεί τόσο πολύ πάνω στην επιμονή της για το πακέτο μέτρων αυστηρής λιτότητας στην Ελλάδα ώστε δεν έχει πλέον άλλη επιλογή από το να κάνει ένα βήμα πίσω. Ίσως, καθότι η Καγκελάριος έχει ιστορικό πισωγυρισμάτων υπό πίεση.
Αλλά ας μην ποντάρουμε σε αυτό το ενδεχόμενο. Μπορεί ακόμη κι ένας ψίθυρος περί ελληνικής εξόδου απ’ το ευρώ να ήταν ικανός, μέχρι πριν λίγο καιρό, να «φρικάρει» τους πολιτικούς στο Βερολίνο, αλλά το κλίμα έχει πλέον αντιστραφεί. Ανθρωποι-κλειδιά από το περιβάλλον της Μέρκελ πλέον δείχνουν πιο συμφιλιωμένοι με το ενδεχόμενο της επιστροφής στη δραχμή, από τρομοκρατημένοι που ήταν πριν λίγο καιρό. Κάποιοι απ’ αυτούς θεωρούν πως αυτό, αργά ή γρήγορα, θα ήταν αναπόφευκτο να συμβεί.
Δεν θεωρείται πλέον δεδομένο πως η Γερμανία θα προσπαθήσει πάση θυσία να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας ελληνικής εξόδου απ’ το ευρώ, με οποιοδήποτε κόστος και ακόμη και την τελευταία στιγμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να θεωρεί πως, στο ζήτημα αυτό, έχει το πάνω χέρι σε σχέση με τη Μέρκελ, κρατώντας σχηματικά ένα πιστόλι στο κρόταφο της Καγκελαρίου. Ωστόσο πολλοί Γερμανοί, συμπεριλαμβανομένης της Μέρκελ, πιστεύουν πως το όπλο του ΣΥΡΙΖΑ έχει άσφαιρα πυρά.
Στη Βρετανία, υποτιμούμε το βαθμό που η Γερμανία υποστηρίζεται εντός της Ε.Ε. σχετικά με το πρόγραμμα λιτότητας. Τόσο ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, όσο και ο γάλλος ομόλογός του, Φρανσουά Ολάντ (και διάδοχος του Νικολά Σαρκοζί), μπορεί να αποδοκιμάζουν την οικονομική αυστηρότητα που θέλει να επιβάλει η Μέρκελ, αλλά η Γερμανία είναι κάθε άλλο παρά απομονωμένη πολιτικά στις εκκλήσεις της για μεγαλύτερη λιτότητα χωρίς «αν» και «αλλά». Η Γερμανία διαθέτει συμμάχους στα ανατολικά, το βορρά και το νότο της Ευρώπης, σε χώρες όπως η Αυστρία, η Φινλανδία, η Λετονία και η Σλοβακία. Κάποια απ’ αυτά τα κράτη έχουν ήδη ζήσει την σοκαριστική εμπειρία αυτών των αυστηρών προγραμμάτων λιτότητας και κανένα από αυτά δεν συμφωνεί με την ιδέα η Ελλάδα να αντιμετωπιστεί σαν ειδική περίπτωση.
Η εξουσία μπορεί να αλλάζει χέρια στην Αθήνα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως το γεγονός θα «συγκινήσει» τις καρδιές των κυβερνώντων στο Βερολίνο.