Οι αλυσίδες καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων, οι οποίες ξεκίνησαν ουσιαστικά την ανάπτυξή τους στην εγχώρια αγορά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έχουν πλέον έντονη παρουσία, εκτοπίζοντας σταδιακά τα μεμονωμένα σημεία πώλησης.
Βασικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κλάδου είναι ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν, οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους όχι μόνο ως προς την έκταση του δικτύου πωλήσεων, αλλά και ως προς τον τρόπο διάθεσης των προϊόντων τους.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την κλαδική μελέτη «Αλυσίδες Καταστημάτων Ετοίμων Ενδυμάτων» που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Group ΑΕ.
Η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου πωλήσεων που εξασφαλίζει ευρεία γεωγραφική κάλυψη, θεωρείται σημαντικός παράγοντας επιτυχίας μιας αλυσίδας. Η μέθοδος ανάπτυξης κάθε αλυσίδας διαφέρει. Ορισμένες εκμεταλλεύονται οι ίδιες το δίκτυο λιανικής τους (εταιρικά καταστήματα). Σε άλλες περιπτώσεις η εκμετάλλευση των καταστημάτων γίνεται από επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ενώ πολύ διαδεδομένη είναι η ανάπτυξη μέσω της δικαιόχρησης (franchising), οπότε η δικαιοπάροχος εταιρεία συνήθως διατηρεί έναν αριθμό εταιρικών καταστημάτων και τα υπόλοιπα εκμεταλλεύονται ανεξάρτητες επιχειρήσεις (δικαιοδόχοι).
Σύμφωνα με την πρωτογενή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της μελέτης, επί συνόλου 150 αλυσίδων (με 3 καταστήματα και άνω η καθεμία), το 60% περίπου των καταστημάτων αφορά εταιρικά, ενώ το 23% περίπου εκμεταλλεύονται επιχειρήσεις μέσω franchising (στοιχεία 30.9.2011). Το υπόλοιπο αφορά καταστήματα που εκμεταλλεύονται συγγενείς επιχειρήσεις, καθώς και καταστήματα που λειτουργούν με τη μέθοδο shop-in-shop εντός πολυκαταστημάτων.
Σχετικά με την πορεία, τη διάρθρωση και τις προοπτικές εξέλιξης της εν λόγω αγοράς, η Διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, κ. Σταματίνα Παντελαίου, ανέφερε τα εξής: «Το συνολικό μέγεθος αγοράς (πωλήσεις σε αξία) των αλυσίδων καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων (με τουλάχιστον 3 καταστήματα τα οποία λειτουργούν «κάτω» από το ίδιο εμπορικό σήμα), ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1996-2008, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 12,6%.
Ωστόσο, από το 2009 η αγορά είναι πτωτική καταγράφοντας μείωση 12,2% την περίοδο 2009/08 και 18,1% την περίοδο 2010/09.Μεγαλύτερη εκτιμάται ότι είναι η μείωση την περίοδο 2011/10. Η συμμετοχή των πωλήσεων ενδυμάτων στη συνολική αγορά (έσοδα) των αλυσίδων εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε το 2010 στο 85% περίπου, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά συμπληρωματικά προς την ένδυση είδη, όπως αξεσουάρ, εσώρουχα, υποδήματα κλπ.
Το μεγαλύτερο ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων ενδυμάτων μέσω των εξεταζόμενων αλυσίδων για το 2010, εκτιμάται ότι καταλαμβάνουν τα γυναικεία ενδύματα (54%). Ακολουθεί η κατηγορία των ανδρικών ενδυμάτων με ποσοστό 27,5% και τα παιδικά με 18,5%. Η υφιστάμενη οικονομική κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά και την εξεταζόμενη αγορά. Για το 2012 οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περαιτέρω μείωση της αγοράς, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον αριθμό των καταστημάτων και το απασχολούμενο προσωπικό».
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση ορισμένων επιχειρήσεων εκμετάλλευσης αλυσίδων καταστημάτων ετοίμων ενδυμάτων, βάσει είκοσι (20) επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 81 επιχειρήσεων (η λιανική πώληση των προϊόντων τους καλύπτει τουλάχιστον το 50% του συνολικού κύκλου εργασιών τους), για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2010 και 2009.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι πωλήσεις τους σημείωσαν μείωση 10,9% το 2010, ενώ το μικτό κέρδος μειώθηκε κατά 12,1%. Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα υψηλά λοιπά λειτουργικά έξοδα, είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αρνητικού λειτουργικού αποτελέσματος το 2010. Ως εκ τούτου το καθαρό αποτέλεσμα μετατράπηκε σε ζημιογόνο το 2010, ενώ τα κέρδη EBITDA μειώθηκαν κατά 63% την ίδια περίοδο.