Τις αιτήσεις δύο υπαλλήλων, σε υπουργείο και επιμελητήριο, που ζητούσαν να ανασταλεί η αυτοδίκαιη θέση τους σε προ συνταξιοδοτική διαθεσιμότητα, στην οποία τέθηκαν στο τέλος του 2011 με βάση το νόμο 4024/2011, απέρριψε η επιτροπή αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας
Οι δύο γυναίκες τέθηκαν σε προ συνταξιοδοτική διαθεσιμότητα με την αιτιολογία ότι το 2013 θα συμπλήρωναν το 55ο έτος της ηλικίας τους με συντάξιμη υπηρεσία 35 χρόνων. Οι υπάλληλοι έχουν προσβάλει τον νόμο και την προ συνταξιοδοτική διαθεσιμότητα τους, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζεται το Σύνταγμα, το Κοινοτικό Δίκαιο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Οι αιτήσεις ακυρώσεως πρόκειται να συζητηθούν τον Οκτώβριο στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, με τις υπ’ αριθμόν 448 και 449/2012 αποφάσεις, η επιτροπή αναστολών ακολουθώντας τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δέχθηκε ότι τέτοιες διοικητικές πράξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλων και την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας, δεν είναι δεκτικές αναστολής και η εκτέλεση τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Έκρινε παράλληλα ότι η αναστολή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, η οποία, ωστόσο, όπως αποφάνθηκε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, δεν προκύπτει στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, αφού το μέτρο δεν συνεπάγεται για τις οικογένειες των δύο υπαλλήλων στέρηση των αναγκαίων πόρων διαβίωσης. Αντίθετα, οι δύο γυναίκες υπάλληλοι υποστήριζαν στις προσφυγές τους, ότι μειώνονται σημαντικά οι αποδοχές τους ετησίως και, συγκεκριμένα, στο 60% των 42.000 ευρώ που εισέπραττε η μία και στο 60% των 35.000 ευρώ που εισέπραττε η άλλη.
Την ίδια στιγμή, επικαλούνταν ότι είχαν έξοδα που αφορούσαν τόσο την ανατροφή ενός παιδιού η κάθε οικογένεια, αλλά και σημαντικές καταβολές δόσεων για δάνεια. Ταυτόχρονα, υποστήριζαν ότι οι σύζυγοι τους είχαν μικρότερες αποδοχές, στη μία περίπτωση 26.000 ευρώ και στην άλλη ελάχιστες λόγω αργίας.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τελικά τους ισχυρισμούς τους, κρίνοντας ότι η οικονομική βλάβη είναι επανορθώσιμη εκ της φύσεως της, εφόσον ευδοκιμήσει η αίτηση ακυρώσεως και ότι το μέτρο δεν τους στερεί τους αναγκαίους πόρους διαβίωσης, αφού εισπράττουν τμήμα των αποδοχών τους, όπως και οι σύζυγοι τους και από τα τέλη του 2013 δικαιούνται σύνταξη.
Τέλος, έκρινε ότι δεν εμφανίζονται, ως πρόδηλα βάσιμοι, οι λόγοι ακυρώσεως περί αντιθέσεως του νόμου 4024/2011 και των προβαλλομένων πράξεων στο Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο και, επομένως, δεν δικαιολογείται η χορήγηση αναστολής.