«Μπορεί η Ευρώπη να σωθεί?» διερωτάται ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν με εκτενές άρθρο του στην ηλεκτρονική έκδοση της «New York Times», υποστηρίζοντας ότι η πρόταση για έκδοση κοινού Ευρωομολόγου κινείται προς την κατεύθυνση ισχυροποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κ. Κρούγκμαν αναφέρεται σε «βαθιά οικονομική κρίση» στην Ευρώπη, σημειώνοντας τις προοπτικές που υπάρχουν αυτή την στιγμή.
Αφού κάνει ιστορική αναδρομή για το πώς ξεκίνησε η ιδέα για ευρωπαϊκή ενοποίηση και στη συνέχεια το εγχείρημα για ενιαίο νόμισμα, επαναλαμβάνει την άποψη ότι, για καθαρά «τεχνικούς και πρακτικούς» λόγους, το ενιαίο νόμισμα ήταν, από τη γέννησή του, «καταδικασμένο σε αποτυχία», όπως υπογραμμίζει.
Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι «η Ευρώπη δεν είναι δημοσιονομικά ενοποιημένη. Οι Γερμανοί φορολογούμενοι δεν αναλαμβάνουν αυτομάτως μέρος της ευθύνης για τις ελληνικές συντάξεις ή για την οικονομική στήριξη των ιρλανδικών τραπεζών (όπως συμβαίνει μεταξύ των πολιτειών στις ΗΠΑ). Κι ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν το νόμιμο δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης σε αναζήτηση εργασίας, στην πράξη, η ελλιπής πολιτισμική ενσωμάτωση – κυρίως η έλλειψη κοινής γλώσσας – καθιστά τους εργαζόμενους λιγότερο ευέλικτους γεωγραφικά, σε σχέση με τους Αμερικανούς πολίτες».
Ακολούθως, μεταξύ άλλων, διατυπώνει την άποψη ότι «η Αμερική διαθέτει μια νομισματική ένωση που λειτουργεί και ξέρουμε γιατί λειτουργεί: διότι συμπίπτει με ένα έθνος – ένα έθνος με μεγάλη, κεντρική κυβέρνηση, με κοινή γλώσσα και κοινή κουλτούρα».
Επιχειρώντας να παρουσιάσει το χρονικό της «ευρωπαϊκής κρίσης», εκτιμά ότι «παρά το γεγονός ότι η κρίση ξεκίνησε από την Ελλάδα, η χώρα δεν αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όσον αφορά τα αίτια της κρίσης, τα οποία στην Ελλάδα είναι σχετικά απλά και έχουν ως εξής: η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε ανεύθυνα, είπε ψέματα για τη συμπεριφορά της αυτή και αποκαλύφθηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών».
Ο Πολ Κρούγκμαν παρουσιάζει «τέσσερα πιθανά σενάρια» για την έκβαση της κρίσης, σημειώνοντας παράλληλα ότι τα «τρία εξ αυτών είναι δυσοίωνα», ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι στο «χέρι των ισχυρών της Ευρώπης» να λάβουν απόφαση για το τι είδους μέλλον επιθυμούν για τη Γηραιά Ήπειρο και για το αν τελικά θα επιλέξουν το τέταρτο, αισιόδοξο σενάριο, αυτό της αναβίωσης του ευρωπαϊσμού, του οράματος δηλαδή δημιουργίας της «Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας».
Προς την κατεύθυνση αυτή, όπως επισημαίνει, δείχνει η πρόταση της έκδοσης κοινού Ευρωομολόγου. Τα άλλα τρία σενάρια που απαριθμεί είναι: Α) η υιοθέτηση αυστηρών μέτρων λιτότητας κατά το πρότυπο των χωρών της Βαλτικής – λύση που έχει επιλέξει η Ευρώπη, μέχρι στιγμής και η οποία κρίνεται από τον αρθρογράφο ανεπαρκής. Β) η αναδιάρθρωση των χρεών, με τον αρθρογράφο να σχολιάζει ότι δυσκολεύεται να σκεφτεί πως η Ελλάδα αλλά και η Ιρλανδία θα αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη. Και γ) η χρεοκοπία κατά το πρότυπο της Αργεντινής, λύση που ωστόσο δεν φαίνεται να είναι εφαρμόσιμη στην περίπτωση των χωρών της Ευρωζώνης λόγω του ενιαίου νομίσματος.