H γειτονική χώρα διεκδικεί τα πρωτεία στις ιχθυοκαλλιέργειες
Σφοδρή επίθεση δέχονται οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες από την Τουρκία που απειλεί την ελληνική πρωτιά και διεκδικεί τα ηνία στην παραγωγή ειδών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας.
Ο πόλεμος της τσιπούρας, όπως έχει χαρακτηριστεί, προβληματίζει έντονα όλους όσοι ασχολούνται με τις ιχθυοκαλλιέργειες στη χώρα μας, ενώ, κρίνουν επιτακτική την ανάγκη θεσμοθέτησης και υλοποίησης ενός ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού, με στόχο την ενίσχυση του αναπτυξιακού χαρακτήρα του κλάδου. Και αυτό διότι, οι ιχθυοκαλλιέργειες σύμφωνα με τη μελέτη της Μc Kinsey με θέμα «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» αποτελούν ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που η χώρα κατέχει ακόμα συγκριτικό πλεονέκτημα και μπορούν να συμβάλλουν στο νέο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας.
Επίσης από έρευνα της εταιρίας Stanton Chase International που έγινε πρόσφατα σε 450 στελέχη εξαγωγικών επιχειρήσεων για λογαριασμό του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων προκύπτει ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν το δεύτερο πιο ισχυρό χαρτί των ελληνικών εξαγωγών, μετά τα φρούτα και τα λαχανικά.
Το 2011, η ελληνική παραγωγή έφτασε στους 118.000 τόνους ψαριών, με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει στο λαβράκι και την τσιπούρα.
Ο κλάδος, με την έντονη εξωστρέφεια (85% εξαγωγές) που συνεισέφερε 600 εκατ. ευρώ σε συνάλλαγμα, τόσο απαραίτητο για την εθνική μας οικονομία στη δύσκολη οικονομική συγκυρία δεν έχει την ανάλογη στήριξη από την πολιτεία. Το 2012 η τουρκική παραγωγή αναμένεται να ξεπεράσει την ελληνική αλλά θα παραμείνει δεύτερη στις εξαγωγές αφού τα περισσότερα ψάρια καταναλώνονται στην εσωτερική αγορά.
Η Τουρκία, χώρα με τη μισή ακτογραμμή της ελληνικής έχει διπλάσια παραγωγή και αυτό δείχνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης για τους γείτονες μας δεδομένης και της αύξησης της τιμής τους διεθνώς.
Ενδεικτική της ταχύτατης ανάπτυξης που σημειώνεται στον κλάδο στη γειτονική μας χώρα είναι η άνοδος της παραγωγής ιχθυοτρόφων.
Από το 2007, για παράδειγμα, ενώ η ελληνική παραγωγή ιχθυοτρόφων έχει σημειώσει συνεχή και κατακόρυφη πτώση, στην Τουρκία η παραγωγή παραμένει ουσιαστικά σταθερή, ενώ το πρώτο τρίμηνο 2011 η παραγωγή στη γείτονα χώρα είχε πλησιάσει τα επίπεδα της ελληνικής παραγωγής σημειώνοντας αύξηση κατά 48% από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010.
Στην τελευταία έκθεση του FAO, αναφέρεται ότι η Ελλάδα παραμένει ο κύριος προμηθευτής της ισπανικής αγοράς, ακολουθούμενη όμως από την Τουρκία, προσφέροντας ιδιαιτέρως ανταγωνιστικές τιμές. Οι άνθρωποι της αγοράς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Τα προβλήματα της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι δομικά που σχετίζονται και με τη μη εφαρμογή του χωροταξικού σχεδίου του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών. Απέναντι στις ανερχόμενες εταιρίες του εξωτερικού, που επωφελούνται διπλά από τις χαμηλότερες τιμές και την ανεύρεση επενδύσεων για την ενίσχυση της ρευστότητας τους, οι ελληνικές εταιρίες παλεύουν κάτω από αντίξοες συνθήκες για να μη χάσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα.
Ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας είναι από τους δυναμικότερους της ελληνικής αγοράς τροφίμων και παίζει σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή αγορά. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τους 250.000 τόνους ψαριών που είναι η μεσογειακή παραγωγή, οι ελληνικές εταιρίες παράγουν περίπου τους 130.000 τόνους.
Oι 4 μεγάλοι
Και μάλιστα οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου, οι Νηρέας, Σελόντα, Δίας και Ανδρομέδα, ελέγχουν το 80% της παραγωγής, ενώ οι άλλες 76 εταιρίες κατέχουν μόνο το 20%.
Ο κλάδος συνολικά αποτελείται από 328 μονάδες, απασχολούν 12.000 εργαζομένους και περί τους 10.000 εποχικούς εργάτες. Παρά τα προβλήματα οι εταιρίες αναζητούν νέες αγορές για να επεκταθούν και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η ελληνική τσιπούρα και το λαβράκι φαίνεται να κατακτούν τη Βόρεια Ευρώπη, αλλά και τις ΗΠΑ.
Τα ψάρια αποτελούν το έβδομο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, με τις εξαγωγές το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου–Νοεμβρίου 2011 να φτάνουν συνολικά τα 469,7 εκατομμύρια ευρώ, έχοντας σημειώσει αύξηση κατά 10,3% σε σχέση με το 11μηνο του 2010. Την ισχυρή διείσδυση των ελληνικών ψαριών στις ξένες αγορές και τις προοπτικές τους επισημαίνει και το ειδικό τμήμα του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO Globefish) στην τελευταία έκθεσή του.
Η πλειονότητα των καταναλωτών για τα συγκεκριμένα είδη βρίσκεται κυρίως στις μεσογειακές χώρες, οι πωλήσεις των δύο συγκεκριμένων προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας έχουν καταστεί πολλά υποσχόμενες και σε βορειότερες αγορές όπως αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Σύμφωνα δε με το FAO, το πρώτο εξάμηνο του 2011 είχαν εξαχθεί προς τις ΗΠΑ 692 τόνοι λαβρακίου έναντι 388 τόνων το αντίστοιχο διάστημα του 2010.
Kι όμως «γράφουν» ζημίες!
Αύξηση των πωλήσεων, η οποία όμως δεν απέτρεψε την καταγραφή ζημιών, παρουσίασαν το 2011 σύμφωνα με τα εταιρικά τους αποτελέσματα, οι μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες του τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών που παράγουν ιχθυοτροφές.
Η διεύρυνση των εξαγωγών τους, σε συνδυασμό με την ανοδική πορεία των τιμών των προϊόντων τους, ώθησαν ανοδικά τις πωλήσεις κατά το περασμένο έτος.
Ωστόσο, η ανακοπή της τάσης ανόδου των τιμών, κατά το 2012, σε συνδυασμό με την αύξηση του δανειακού βάρους των επιχειρήσεων, καθιστούν δυσχερέστερη την ανάπτυξη του τομέα, ο οποίος διαθέτει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του στη διεθνή αγορά. Οι συνολικές πωλήσεις των 30 μεγαλύτερων επ ή βασικό αντικείμενο την ιχθυοκαλλιέργεια και τις ιχθυοτροφές, ανήλθαν το 2011 σε 923,74 εκατ. ευρώ. Η θαλάσσια εκτροφή μεσογειακών ειδών ψαριών, όπως η τσιπούρα και το λαβράκι, ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1982, σε παραθεριστικές περιοχές όπως η Κεφαλονιά, η Λέρος και οι ακτές της Κορινθίας.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), η τριακονταετής παρουσία των κλωβών ιχθυοκαλλιέργειας σε τουριστικές περιοχές αποδεικνύει ότι η οργανωμένη εκμετάλλευση των ιχθυοαποθεμάτων δεν ακυρώνει οποιεσδήποτε άλλες αναπτυξιακές δραστηριότητες.