Μαραθανώνιες αναμένονται οι διαβουλεύσεις που θα έχει την επόμενη εβδομάδα ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, με τον πρώτο να θέτει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την πρόταση για παράταση του χρόνου εφαρμογής των μέτρων λιτότητας κατά δύο χρόνια.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Γερμανού κυβερνητικού εκπροσώπου Στέφεν Ζάιμπερτ, ο κ. Σαμαράς θα συναντηθεί στις 24 Αυγούστου με την καγκελάριο Μέρκελ στο Βερολίνο, ενώ στη συνέχεια θα έχει συνάντηση με τον πρόεδρο Ολάντ στο Παρίσι. Στις αρχές της εβδομάδας θα έχει επαφές με τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ.
Την ίδια στιγμή, Μέρκελ και Ολάντ θα συναντηθούν την επόμενη Πέμπτη -μία ημέρα πριν από την άφιξη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Βερολίνο- με τις συνομιλίες μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού να επεκτείνονται και σε θέματα πέραν του ελληνικού ζητήματος. Η κ. Μέρκελ, που βρίσκεται στον Καναδά, στις αρχές Σεπτεμβρίου θα επισκεφθεί την Ισπανία, όπου θα έχει συνάντηση με τον πρωθυπουργό της χώρας Μαριάνο Ραχόι, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο κ. Ραχόι. Αλλά και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι προγραμματίζει ταξίδι στο Βερολίνο πριν από τα τέλη Αυγούστου.
Ο μαραθώνιος επαφών προοιωνίζεται μια κρίσιμη περίοδο για την Ευρωζώνη, αφότου ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι κατάφερε να κερδίσει λίγο χρόνο, ανακοινώνοντας ότι θα κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για τη στήριξη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και παρέμβασης της ΕΚΤ για τη μείωση του κόστους δανεισμού Ιταλίας και Ισπανίας. Η ΕΚΤ συνεδριάζει στις 6 Σεπτεμβρίου και αναμένεται να παρουσιάσει σχέδιο για το πώς ακριβώς θα παρέμβει στις αγορές ομολόγων.
Στις 14 Σεπτεμβρίου συνεδριάζουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, οι οποίοι αναμένεται να έχουν στα χέρια τους την «ετυμηγορία» της Τρόικα για την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των μέτρων περιστολής δαπανών.
Στη συνάντησή του με την κ. Μέρκελ την επόμενη εβδομάδα, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα επιμείνει -όπως επισημαίνει το Reuters- ότι μπορεί να υλοποιήσει τα πρόσθετα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ, που αποτελούν βασική προϋπόθεση ώστε να συνεχισθεί η χρηματοδότηση της χώρας από τους διεθνείς πιστωτές και να αποφευχθεί μια στάση πληρωμών ή μια πιθανή έξοδος από τη ζώνη του ευρώ.
«Σημαντική μας προτεραιότητα είναι η επανάκτηση της αξιοπιστίας μας, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητά μας», δήλωσε στο Reuters αξιωματούχος της ελληνικής κυβέρνησης, διατηρώντας την ανωνυμία του. Παράλληλα, ο κ. Σαμαράς θα συζητήσει την πρόταση για παράταση του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των μέτρων στα τέσσερα από δύο χρόνια, ώστε να είναι πιο ήπιος ο αντίκτυπος για την ελληνική οικονομία, που βιώνει τη βαθύτερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το αίτημα της Αθήνας αναμένεται να «σκοντάψει» στην άκαμπτη θέση του Βερολίνου, που επιμένει ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, αλλά θα ακούσει αυτά που έχει να προτείνει ο κ. Σαμαράς, όπως δήλωσε προχθές ο κ. Ζάιμπερτ.
Από τον Καναδά, η κ. Μέρκελ επανέλαβε ότι η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κρίσης, εγκωμιάζοντας το οικονομικό παράδειγμα του Καναδά. «Θα επικεντρωθώ στην πολιτική μας βούληση να ξεπεράσουμε την κρίση και στην αποφασιστικότητά μας στην Ευρώπη να συνασπισθούμε γύρω από το ενιαίο νόμισμα», δήλωσε η κ. Μέρκελ. Σύμφωνα με τη Γερμανίδα καγκελάριο, ο χρόνος είναι ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να επιτευχθεί πρόοδος στην κρίση.
Αναφερόμενη στη δέσμευση Ντράγκι, η κ. Μέρκελ πρόσθεσε ότι εναρμονίζεται με τη θέση των Ευρωπαίων ηγετών, ενώ επανέλαβε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να έχει μεγαλύτερη εξουσία στο να παρεμβαίνει στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Από την πλευρά του, ο Καναδός πρωθυπουργός, Στίβεν Χάρπερ, εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα καταφέρουν να επιλύσουν την κρίση, προσθέτοντας όμως ότι απομένουν πολλά να γίνουν ακόμη.
Αναφερόμενος στο ελληνικό αίτημα για χρονική παράταση, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ επανέλαβε, σε δηλώσεις του στο τηλεοπτικό δίκτυο ΑRD, ότι «δεν μπορούν να γίνουν εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις». «Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι δεν μπορούμε να δώσουμε ακόμη ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα. Δεν το θέλουμε. Αντ’ αυτού, ζητούμε την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί», τόνισε ο κ. Ρέσλερ.
Αντιδράσεις στο σενάριο απομείωσης του χρέους
Τα σενάρια απομείωσης του ελληνικού χρέους επανέφερε στο προσκήνιο δημοσίευμα του Reuters. Βάσει του δημοσιεύματος, αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεχόταν να απομειωθεί η αξία των ελληνικών κρατικών ομολόγων που διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της, αφενός θα βοηθούσε την Αθήνα και αφετέρου θα καθησύχαζε τους επενδυτές που ανησυχούν για νέες ζημίες, αλλά μια τέτοια κίνηση συναντά αντιδράσεις στο εσωτερικό της.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα απέχει κατά πολύ από την εκπλήρωση των όρων της δεύτερης δανειακής σύμβασης, και ενώ οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Ευρωζώνης εμφανίζονται ιδιαίτερα ανυπόμονοι, παράλληλα ανησυχούν ότι η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη θα πυροδοτήσει πιέσεις των αγορών στην Ισπανία και στην Ιταλία και θα κλιμακώσει την κρίση χρέους.
Αν η ΕΚΤ προχωρούσε εθελοντικά σε απομείωση, και θα μείωνε το συνολικό ποσό του ελληνικού χρέους και θα άμβλυνε τις ανησυχίες των αγορών. Αλλά, όταν νωρίτερα φέτος, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, οι ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας δέχθηκαν την απομείωση της αξίας των ομολόγων που διατηρούσαν (PSI), η ΕΚΤ δεν συμμετείχε, κάτι που μπορεί να επαναληφθεί σε νέα αναδιάρθρωση.
Ωστόσο, για τον Ζιλ Μεκ, οικονομολόγο της Deutsche Bank: «Εάν θέλεις να δείξεις στην αγορά ότι δεν θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο και ταυτόχρονα δεν θέλεις να θέσεις σε κίνδυνο τη δυνατότητα του ΕΤΧΣ/ΕΜΣ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας/Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας), δέχεσαι την απομείωση (του χρέους) της Ελλάδας σε ένδειξη καλής θέλησης».
Από τη μεριά τους, τα στελέχη της ΕΚΤ αντιτίθενται στην ιδέα να υποστεί η τράπεζα ζημιές και να κατηγορηθεί για πολιτικό ρόλο και άμεσο επηρεασμό της νομισματικής πολιτικής -κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην αναζήτηση πιο «δημιουργικών» λύσεων, σύμφωνα με το Reuters.
H ΕΚΤ δεν έχει δεχθεί ποτέ απομείωση της αξίας ομολόγων που αποκτά συνήθως παρεμβαίνοντας στη δευτερογενή αγορά.