Βέβαιη ότι η Ελλάδα θα κατορθώσει να λάβει την πολυπόθητη παράταση εμφανίζεται η φλαμανδόφωνη εφημερίδα De Standaard, σε εκτενή ανάλυσή της που δημοσιεύεται σήμερα και φέρει τον τίτλο «Η ευρωκρίση ξαναεπιστρέφει».
Η De Standaard σημειώνει ότι το μέλλον διαγράφεται ζοφερό για την Ελλάδα, στο βαθμό που η τελευταία δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να απεμπλακεί από το θανάσιμο σπιράλ δρακόντειων περικοπών- βαθιάς ύφεσης και συσσώρευσης χρεών.
Επισημαίνει ότι η Ελλάδα αναζητά απεγνωσμένα επιμήκυνση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, με το σκεπτικό ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η κατάσταση θα καταστεί ανεξέλεγκτη και θα χρειαστούν ακόμα περισσότερα χρήματα. Ωστόσο, η σκέψη και μόνο για χορήγηση ενός τρίτου πακέτου οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα αποτελεί τον χειρότερο εφιάλτη για πολλές βορειοευρωπαϊκές χώρες, συμπληρώνει η εφημερίδα.
Στη συνέχεια, η εφημερίδα σημειώνει ότι το πλεονέκτημα της επιμήκυνσης του προγράμματος είναι ότι αποτελεί τη λιγότερο δαπανηρή λύση και προσθέτει ότι οι δανειστές θα πρέπει να δείξουν λίγο περισσότερη υπομονή.
Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι η Γερμανία θα κάνει «με βαριά καρδιά» δεκτό το ελληνικό αίτημα, καθότι παρουσιάζεται εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντι στην Ελλάδα. Κατά την εφημερίδα, ενδεικτικές του αρνητικού κλίματος για την Ελλάδα, το οποίο έχει διαμορφωθεί στη Γερμανία, είναι αφενός η ομοβροντία των αρνητικών δημοσιευμάτων στον γερμανικό Τύπο και αφετέρου οι δηλώσεις του Γερμανού ΥΠΕΞ, Γκίντο Βεστερβέλε, μετά το πέρας της συνάντησής του με τον Έλληνα ομόλογό του, Δ. Αβραμόπουλο, αλλά και του εκπροσώπου της γερμανικής κυβέρνησης Σ. Κάμπετερ, που φρόντισαν να διαμηνύσουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ουσιαστική χαλάρωση των όρων του προγράμματος.
Ωστόσο, η De Standaard εκτιμά ότι η απόφαση για την επιμήκυνση δεν πρόκειται να ληφθεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, συνεχίζει η εφημερίδα, οι συναντήσεις που θα έχει αυτή την εβδομάδα ο Έλληνας πρωθυπουργός, Α. Σαμαράς με Ευρωπαίους αξιωματούχους και ηγέτες θα έχουν περισσότερο διερευνητικό χαρακτήρα, ενώ οι αποφάσεις θα ληφθούν αργότερα, αφού δηλαδή θα έχει προηγηθεί η έκθεση της Τρόικας για την πορεία εφαρμογής του ελληνικού δημοσιονομικού προγράμματος.