Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτημα ακύρωσης της Κοινής Υπουργικής Απόφασης για τα «Ευρωπαϊκά Πρότυπα» των προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών, με τη σήμανση «CE», όπως αυτή τέθηκε σε ισχύ από τα μέσα του περασμένου Ιουνίου (ΦΕΚ Β 194/15/6/2012), από την τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, (σ.σ. επί υπηρεσιακού υπουργού Ανάπτυξης του σημερινού υπουργού Οικονομικών Γ. Στουρνάρα).
Η προσβαλλόμενη κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και υποδομών Μεταφορών και Δικτύων εκδόθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής του ΠΔ 334/1994, με το οποίο μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 89/106/ΕΟΚ.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, το ΤΕΕ ζητεί την ακύρωση της ΚΥΑ, διότι:
– Δεν έχουν καν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, όπως επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και η ορθή εφαρμογή της σχετικής Οδηγίας, δεν έχουν εκδοθεί τα τεχνικά προσαρτήματα και δεν έχουν ενημερωθεί οι Έλληνες παραγωγοί και μηχανικοί. Ο ΕΛΟΤ, ως αρμόδιος Φορέας, είναι επιφορτισμένος για τα τεχνικά πρότυπα στην εγχώρια αγορά, αλλά τα έχει μεταφράσει στην ελληνική γλώσσα μόλις σε ποσοστό από 0 έως 12%. (32 στοιχεία από 263 του πίνακα Α και κανένα στοιχείο από τα 31 του πίνακα Β, που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση).
– Το ίδιο το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν γνωρίζει από το φάσμα των προϊόντων δομικών υλικών ποια από αυτά παράγονται στην Ελλάδα, ώστε, εφόσον τηρούνται οι «τεχνικές προδιαγραφές» να συμπεριλαμβάνονται στα «Ευρωπαϊκά Πρότυπα». Πράγμα που αφήνει περιθώρια μεροληπτικής αντιμετώπισης εις βάρος των ελληνικών προϊόντων και παραγωγών, προδίδοντας παράλληλα από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας «τυφλή» υιοθέτηση προσαρτημάτων. Χαρακτηριστικά, όπως διαπιστώνεται από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, ανάμεσα σε πλήθος άλλων ελληνικών προϊόντων, με βάση το προωθούμενο «Ευρωπαϊκό Πρότυπο» για την αιθάλη εξαιρείται από την ελληνική, και κατ΄ επέκταση την ευρωπαϊκή αγορά, η ελληνική τέφρα, που παράγεται σε μεγάλες ποσότητες στα εγχώρια εργοστάσια παραγωγής ενέργειας. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να υποχρεωθεί η Ελλάδα ακόμη και στην εισαγωγή τέφρας.
– Η νέα ρύθμιση θα λειτουργήσει εξοντωτικά για μεγάλο πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων του συγκεκριμένου τομέα, διότι:
α) Δεν έχει γίνει απολύτως καμία συντονισμένη προετοιμασία από τις αρμόδιες Υπηρεσίες για την προσαρμογή των Ελλήνων παραγωγών στις νέες προδιαγραφές.
β) Δεν υπάρχει στην κοινή Υπουργική Απόφαση καμία απολύτως πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων για αποθηκευμένα προϊόντα, («στοκ»), τα οποία οδηγούνται αιφνιδίως εκτός αγοράς, με απροσμέτρητες συνέπειες. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι σε μια εποχή μηδενισμού του κατασκευαστικού αντικειμένου η Υπουργική Απόφαση προβλέπει την άμεση εφαρμογή για τα 263 στοιχεία του πίνακα Α και δίνει 3μήνη περίοδο (!!!) για τα ημιέτοιμα και αποθηκευμένα προϊόντα. Η πρόβλεψη γίνεται χωρίς καμιά έρευνα του Υπουργείου τι υπάρχει στις ελληνικές εταιρείες ως αποθηκευμένο προϊόν, τι έχει προβλεφθεί στις λιγοστές εν εξελίξει συμβάσεις έργων και τι στις λιγοστές μελέτες ώριμων έργων.
Αυτοί οι χειρισμοί, σύμφωνα με την προσφυγή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, σχετίζονται με «παραβίαση της θεμελιώδους ελευθερίας του δικαίου της Ένωσης, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού».
Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνεται, προκαλούνται μεγάλες ανατροπές και επιπτώσεις και στον τομέα των δημοσίων έργων. Μετά την υιοθέτηση των νέων προτύπων, όλες οι μελέτες που έχουν ολοκληρωθεί και θεωρούνται «ώριμες», ώστε εν μέσω της κρίσης να δημοπρατηθούν έργα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, χρήζουν πλέον αναθεώρησης, προκειμένου να εναρμονιστούν με τα νέα πρότυπα και βεβαίως να τεθούν προδιαγραφές για νέα προϊόντα και υλικά.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Χρήστο Σπίρτζη, η «τυφλή υιοθέτηση “Ευρωπαϊκών Προτύπων” για τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών, όπως έγινε από τη χώρα μας, αφενός μεν πλήττει την ελληνική επιχειρηματικότητα και τον υγιή ανταγωνισμό αφετέρου δε τινάζει στον αέρα τις ελάχιστες μελέτες, που έχουν ολοκληρωθεί για την προώθηση μικρών και μεγαλύτερων δημοσίων έργων, με τεράστιο κόστος για το ελληνικό δημόσιο σε χρήμα και σε χρόνο, σε μία περίοδο που το τεχνικό αντικείμενο έχει μηδενιστεί».