Ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Ραγκούσης, σε ανακοίνωσή του επισημαίνει:
«Η χώρα προσπαθεί να επιστρέψει 1,5 χρόνο πίσω, αν πιστέψουμε την εκδήλωση κυβερνητικών προθέσεων, (σ.σ. για το πoλιτικό χρήμα), τότε που ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε το μεγάλο άλμα εμπρός. Γιατί έπρεπε να χαθεί όλο αυτό το χρονικό διάστημα ; Γιατί έπρεπε να πραγματοποιηθούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις, τον Μάιο και τον Ιούνιο, χωρίς να μεταβληθεί το αδιαφανές καθεστώς που ισχύει εδώ και χρόνια; Γιατί έπρεπε να αναγκαστούμε ορισμένοι να καταψηφίσουμε την τροπολογία για την χρηματοδότηση των κομμάτων την ώρα που δινόταν το πράσινο φως για να κατατεθεί στη Βουλή;»
Ο κ. Ραγκούσης, ούτε λίγο ούτε πολύ, επιρρίπτει ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες δεν έφεραν στη Βουλή τις ρυθμίσεις που είχε επεξεργαστεί για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και την διαφάνεια στα οικονομικά των πολιτικών.
Αφορμή υπήρξε η ανακοίνωση του νυν υπουργού Εσωτερικών κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη ότι προτίθεται να προχωρήσει σε αλλαγές στο ισχύον καθεστώς, μετά βεβαίως και την επιτήρηση στην οποία έθεσε τη χώρα μας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη διαφθορά των πολιτικών.
«Με την επεξεργασία νομοσχεδίου είχαμε ετοιμάσει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τα οικονομικά των κομμάτων που διασφάλιζε τη διαφάνεια στη χρηματοδότησή τους και τον αποτελεσματικό από ανεξάρτητα όργανα έλεγχο των οικονομικών τους και επέφερε 75 πραγματικά ριζικές αλλαγές στο υφιστάμενο καθεστώς ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των πολιτικών», λέει ο κ. Ραγκούσης.
«Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι με την υπερψήφιση αυτού του νομοσχεδίου, η Ελλάδα θα είχε πάψει να συγκαταλέγεται παγκοσμίως ανάμεσα στα κράτη εκείνα των οποίων το πολιτικό σύστημα θεωρείται αδιαφανές και διεφθαρμένο όπως πολύ πρόσφατα έγινε ξανά με τη νέα έκθεση της επιτροπής Greco».
Το σχέδιο αυτό ο κ. Ραγκούσης, όπως αναφέρουν πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», το είχε παραδώσει τον διάδοχό του στο υπουργείο Εσωτερικών κ. Χάρη Καστανίδη. Ο ίδιος είχε κάνει γνωστό ότι επροτίθετο να το φέρει -με ορισμένες αλλαγές και μετά την νομοτεχνική του επεξεργασία-, προς ψήφιση στη Βουλή από κοινού με την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Η αποχώρηση του όμως από το υπουργείο και κυρίως η απροθυμία του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να ανοίξει θέματα εκλογικού νόμου, ματαίωσαν αυτή την προσπάθεια.
Οι ρυθμίσεις, όμως, ήλθαν στη Βουλή από τον Τάσο Γιαννίτση που διαδέχθηκε τον κ. Καστανίδη στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος ζήτησε μάλιστα από τα πολιτικά κόμματα -μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής- να συνηγορήσουν, μεταξύ των άλλων, και στη μείωση της κρατικής τους επιχορήγησης.
Οι προτάσεις του κ. Γιαννίτση απορρίφθηκαν με το αιτιολογικό ότι η χώρα βάδιζε προς τις εκλογές και δεν υπήρχε επαρκής χρόνος ώστε να ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία. Η αλήθεια, όμως, δεν πρέπει να είναι άσχετη με το γεγονός ότι τα πολιτικά κόμματα -κυρίως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ- δεν επιθυμούσαν μείωση της κρατικής τους ενίσχυσης σε μία περίοδο που η χώρα βάδιζε προς τις κάλπες και πολύ περισσότερο δεν ήθελαν να υποστούν έλεγχο στα οικονομικά τους. Έτσι, η πρόταση του κ. Γιαννίτση πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων.
Το θέμα ωστόσο παραμένει ανοικτό καθώς οι κυβερνητικοί εταίροι έχουν δεσμευθεί στην προγραμματική συμφωνία που υπέγραψαν ότι προτίθενται να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την πολιτικό χρήμα. Το ερώτημα βεβαίως είναι ποια τύχη θα έχει αυτή η νέα πρωτοβουλία.