Την απάντησή τους δίνουν τα ΕΛΠΕ στο δημοσίευμα της Wall Street Journal σχετικά με την ελληνική βιομηχανία διύλισης βάσει έκθεσης που αποδίδεται στο ΔΝΤ.
Στη σχετική ανακοίνωση διαψεύδει πλήρως, ως ανυπόστατους τους ισχυρισμούς και απαντά σημείο-σημείο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Στις 22 Σεπτεμβρίου 2012, η εφημερίδα Wall Street Journal δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «ΔΝΤ: Η Έλλειψη Ανταγωνισμού Πλήττει την Ελληνική Αγορά Καυσίμων», μέρος του οποίου αναπαρήγαγαν τα Ελληνικά ΜΜΕ. Το άρθρο αυτό, το οποίο βασίζεται σε έκθεση που αποδίδεται στο ΔΝΤ, ξεκινάει αναφέροντας ότι «η έλλειψη ανταγωνισμού στην Ελληνική βιομηχανία διύλισης κοστίζει στους Έλληνες καταναλωτές περισσότερο από €1 δισ. ετησίως». Τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ζήτησαν και έλαβαν αντίγραφο της αποδιδόμενης στο ΔΝΤ, ανυπόγραφης έκθεσης από τον συντάκτη της WSJ και διαψεύδουν πλήρως, ως ανυπόστατους, διάφορους ισχυρισμούς που περιέχονται σε αυτήν.
Συγκεκριμένα:
Ο ισχυρισμός ότι – δήθεν – οι Έλληνες καταναλωτές επιβαρύνονται με €1 δισ. ετησίως είναι παντελώς αναληθής και στηρίζεται σε πρόχειρη ανάλυση και λανθασμένους υπολογισμούς. Η δήθεν «επιβάρυνση» προκύπτει από το γεγονός ότι, ο αναλυτής χρησιμοποίησε μια εσφαλμένη προ φόρων τιμή για το πετρέλαιο θέρμανσης, υπερτιμημένη κατά €367/m3 έναντι της πραγματικής. Προφανώς, αυτό συνέβη διότι ο αναλυτής χρησιμοποίησε λιανικές τιμές Σεπτεμβρίου 2012, αλλά αφαίρεσε τον μειωμένο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που ισχύει μόνο τους χειμερινούς μήνες και είναι 7 φορές χαμηλότερος. Αυτή η λανθασμένη προ φόρων τιμή, πολλαπλασιαζόμενη με το σύνολο της ετήσιας εγχώριας κατανάλωσης σε πετρέλαιο θέρμανσης, έχει σαν αποτέλεσμα υπολογισμό πλασματικής «επιβάρυνσης» €1 δισ. τον χρόνο. Στην πραγματικότητα, ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει προ φόρων για το πετρέλαιο θέρμανσης τιμή αντίστοιχη με τον μέσο όρο των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο αναφέρει επίσης ότι, λόγω της «έλλειψης ανταγωνισμού», οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν πολύ ακριβά την αμόλυβδη βενζίνη. Η αλήθεια είναι ότι οι υψηλές τιμές προκύπτουν από τον ιδιαίτερα αυξημένο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και τον ΦΠΑ 23% που εφαρμόστηκαν το 2010. Οι προ φόρων λιανικές τιμές για την αμόλυβδη βενζίνη στην Ελλάδα κυμαίνονται κοντά στον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα, λόγω της γεωμορφολογίας της, έχει υψηλότερο κόστος διακίνησης.
Ακόμη, το άρθρο κάνει αναφορά στη δήθεν έλλειψη ανταγωνισμού στην Ελληνική αγορά καυσίμων. Πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη παρανόηση καθ’ ό,τι, παρά το μικρό της μέγεθος, η Ελληνική αγορά καυσίμων χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα υπάρχουν δυο εταιρείες διύλισης όταν, σε άλλες μικρές Ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Σλοβακία, Λιθουανία, Τσεχία, Σλοβενία, Κύπρος, Μάλτα), λειτουργεί μια ή καμία εταιρεία διύλισης. Επίσης, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 19 εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, εκ των οποίων οι 13 είναι εντελώς ανεξάρτητες από τους δυο ομίλους που διαθέτουν διυλιστήρια. Ακόμη, λειτουργούν 6.500 πρατήρια καυσίμων, αριθμός υψηλότερος ακόμα και από πολύ μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές αγορές, με συνέπεια ο αριθμός πρατηρίων ανά 1.000 κατοίκους ή ανά 1.000 αυτοκίνητα να είναι υπερδιπλάσιος του Ευρωπαϊκού μέσου όρου και ο υψηλότερος στην Ευρώπη.
Επίσης, εδώ και πολλά χρόνια δεν υφίσταται απολύτως καμία νομοθετική ρύθμιση που να απαγορεύει τις εισαγωγές καυσίμων από τις εταιρείες εμπορίας στην Ελλάδα. Οι χαμηλές εισαγωγές καυσίμων στη χώρα μας οφείλονται αποκλειστικά στις ανταγωνιστικές τιμές διάθεσης των προϊόντων από τα εγχώρια διυλιστήρια και όχι σε δήθεν περιορισμό αποθηκευτικών χώρων, όπως συχνά αναφέρεται.
Συνεπώς, η έκθεση που επικαλείται η WSJ και αποδίδεται από αυτήν στο ΔΝΤ περιέχει σοβαρές ανακρίβειες και οι ισχυρισμοί περί δήθεν έλλειψης ανταγωνισμού και περί δήθεν κερδοσκοπίας στην Ελληνική αγορά καυσίμων δεν ευσταθούν. Απ’ εναντίας, οι φερόμενες ως προτεινόμενες «λύσεις» είναι μάλλον προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του φαινομένου της λαθρεμπορίας. Η χρονίζουσα μη επίλυση των προβλημάτων που το λαθρεμπόριο δημιουργεί, στερεί το Ελληνικό Δημόσιο από επί πλέον 500 εκ. € ετησίως, σε ΕΦΚ και ΦΠΑ.
Τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ πλήττονται από τέτοιες ανυπόστατες και ανακριβείς θέσεις και επιφυλάσσονται να προβούν σε όλες τις ενδεικνυόμενες νόμιμες ενέργειες για την προστασία της φήμης τους».