Απροθυμία των τραπεζών να προωθήσουν την εφαρμογή του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, εντοπίζει η Ένωση Καταναλωτών – Η Ποιότητα της Ζωής και επισημαίνει ότι οι οφειλέτες που προσέρχονται στις τράπεζες συναντούν ποικίλα προβλήματα ως προς τη συμπλήρωση των σχετικών αιτήσεων. Επίσης, σημειώνει ότι η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών προσφέρει την κάλυψή της στις τράπεζες για να μην εφαρμόσουν τον νόμο.
Συγκεκριμένα, καταγγέλλει τις τράπεζες για το θέμα της μη συναποστολής αποδεικτικών εγγράφων με τις αιτήσεις, η οποία θεωρείται από την ΕΕΤ προϋπόθεση εξέτασης του αιτήματος. Η ΕΚΠΟΙΖΩ σημειώνει ότι όχι μόνο αυτή δεν προβλέπεται στο νόμο, αλλά βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού που έχει δημοσιοποιήσει η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή στην ιστοσελίδα της.
Εκεί αναφέρεται ότι η υποβολή δικαιολογητικών είναι χρήσιμο να πραγματοποιηθεί, μόνο εφόσον οι τράπεζες εκδηλώσουν ενδιαφέρον σχετικά με το αίτημα του οφειλέτη. Άλλωστε, «δεν είναι παράλογο ένα ρεαλιστικό αίτημα να τύχει διαχείρισης, σε επίπεδο αποδοχής ή αντιπρότασης, αρχικά χωρίς την προσκόμιση δικαιολογητικών, η οποία όμως θα μπορούσε να αποτελεί προϋπόθεση για την περαιτέρω εφαρμογή της πρότασης», αναφέρει μεταξύ άλλων η ΕΚΠΟΙΖΩ.
Από την πλευρά της η ΕΕΤ, καλύπτοντας τις τράπεζες, αναφέρει ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου μέχρι και σήμερα έχουν κατατεθεί στις τράπεζες περισσότερα από 25.000 αιτήματα εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αυτά έχουν παραληφθεί στο σύνολό τους, αν και αντιστοιχούν σε σημαντικά μικρότερο αριθμό οφειλετών, καθώς οι περισσότεροι έχουν υποβάλει αιτήσεις σε πάνω από μια τράπεζες. Σύμφωνα με την ΕΕΤ, αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι ουδεμία άρνηση υφίσταται από πλευράς των τραπεζών να παραλαμβάνουν αιτήματα.
Όσο για τα διαδικαστικά προβλήματα που εντοπίζονται, η ΕΕΤ επισημαίνει ότι με αξιοσημείωτη συχνότητα, αιτήματα δεν συνοδεύονται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα, ώστε να γίνει από τις τράπεζες ο έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου. Επίσης, πολλά αιτήματα έχουν υποβληθεί από εμπόρους, οι οποίοι εξαιρούνται ρητά από τις διατάξεις του νόμου, άλλα είναι ανυπόγραφα ή έχουν υποβληθεί από οφειλέτες που κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος δεν είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επιπλέον, τα δύο τρίτα των υποβληθέντων αιτημάτων δεν περιλαμβάνουν καμία απολύτως πρόταση διευθέτησης των οφειλών προς τις τράπεζες.
Όπως σημειώνει η ΕΕΤ, η δυνατότητα των τραπεζών για αξιολόγηση των αιτημάτων είναι σημαντικά μικρότερη του αριθμού των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί, γεγονός που οφείλεται είτε σε αμέλεια των οφειλετών είτε σε εκ μέρους τους παρελκυστική τακτική.
Η Ένωση των Τραπεζών επισημαίνει επίσης, ότι από την ψήφιση του νόμου παρατηρείται ακόμα και από, μέχρι πρότινος, ενήμερους οφειλέτες, η ενθάρρυνση μιας ψυχολογίας εθισμού σε άρνηση καταβολής οφειλών στις τράπεζες με τη λαθεμένη προσδοκία της διαγραφής τους.
Παρά τα προβλήματα, οι τράπεζες διαβεβαιώνουν ότι καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να εφαρμόσουν το νόμο και να διευκολύνουν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, χωρίς, όμως, να διακυβεύονται τα εύλογα και θεμιτά συμφέροντα των καταθετών των τραπεζών, καθώς και των μετόχων τους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και την αλλοδαπή.
«Το 80% του χρόνου της εργασίας μας τους τελευταίους δώδεκα μήνες στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το έχουμε αφιερώσει στους υφιστάμενους πελάτες μας, προκειμένου να τους διευκολύνουμε να ξεπεράσουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που ήδη αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν στο μέλλον. Είναι μύθος ότι οι τράπεζες δεν επιθυμούν να βοηθήσουν την πελατεία τους και ιδιαίτερα τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες», δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο διευθυντικό στέλεχος μεγάλης τράπεζας.
Συνεχίζει λέγοντας, «η αμφίδρομη ειλικρινής σχέση επικοινωνίας που διατηρούμε με την πλειονότητα της μικρομεσαίας πελατείας, μας έχει βοηθήσει στο να προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση του δανεισμού όσων έχουν ανάγκη προκειμένου να διευκολυνθούν στην αποπληρωμή των δανείων τους, πριν βρεθούν στο “κόκκινο”. Αυτό γίνεται με αμοιβαίο όφελος, τόσο για την τράπεζα όσο και για τον ίδιο τον πελάτη που συνεχίζει με τον τρόπο αυτό να αποπληρώνει κανονικά το δάνειο του, με αποτέλεσμα να “τρέχει” την επιχείρηση του, να μην εισέρχεται σε “μαύρες” λίστες και να είναι ανοικτός έναντι νέου τραπεζικού δανεισμού στο μέλλον».
Η αναδιάρθρωση του δανεισμού μιας μικρομεσαίας επιχείρησης ή ενός ιδιώτη έχει ως βασικό στόχο την μείωση της μηνιαίας του επιβάρυνσης προκειμένου να είναι σε θέσει να συνεχίσει να αποπληρώνει το δάνειο κανονικά. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ανάλογα με την περίπτωση.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται, η επιμήκυνση της διάρκειας ενός δανείου, η µετατροπή βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, όπως τα κεφάλαια κίνησης, σε µακροπρόθεσµες υποχρεώσεις, καθώς και η αναπροσαρμογή των επιτοκίων προς τα κάτω, συνήθως µε την προσημείωση περιουσιακών στοιχείων. Με την μεταφορά, δηλαδή, μέρους των δανειακών τους υποχρεώσεων σε μεταγενέστερο στάδιο, επιχειρήσεις και τράπεζες αισιοδοξούν ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες και οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στη συνέχεια στις υποχρεώσεις τους.
Το ίδιο είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και στον τομέα της καταναλωτικής πίστης, όπου παρατηρούνται και τα εντονότερα προβλήματα, είτε με την μεταφορά οφειλών με χαμηλότερα επιτόκια, είτε με αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, το συμμάζεμα των καταναλωτικών δανείων με προσημείωση ακινήτου. Επίσης, με ευκολίες όπως η παράλειψη έως και δύο δόσεων κάθε χρόνο, η δυνατότητα μετάθεσης εξόφλησης κάποιου ποσοστού του χρέους στο τέλος του δανείου, αλλά ακόμα και η δυνατότητα πραγματοποίησης πληρωμών ανά τρίμηνο αντί για κάθε μήνα.
Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα, περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή στεγαστικών ή και καταναλωτικών δανείων. Επίσης, μεγαλύτερη μείωση στη μηνιαία δόση δίνει η μεταφορά των οφειλών σε ένα καταναλωτικό δάνειο με μειωμένο επιτόκιο.
Σε επίπεδο συνολικού τραπεζικού συστήματος στην χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, οι τράπεζες, ήδη πολύ πριν τεθεί ο νόμος για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, προέβησαν, παρά τα προβλήματα ρευστότητας που υπάρχουν στο τραπεζικό σύστημα, σε μεγάλο αριθμό ρυθμίσεων με οφειλέτες που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες κατά την εξυπηρέτηση των δανείων τους, με ιδιαίτερα, όπως επισημαίνουν, ευνοϊκές ρυθμίσεις και κοινωνική ευαισθησία.
Ειδικότερα, έχουν ήδη θεσπιστεί και εφαρμοστεί ειδικά προγράμματα για συγκεκριμένες κατηγορίες οφειλετών, όπως τους δημοσίους υπαλλήλους – λόγω της περικοπής των αποδοχών τους-και τους άνεργους, στους οποίους προσφέρθηκε επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων τους, υποδιπλασιασμός των δόσεων, ή ακόμα και άτοκη εξυπηρέτηση του δανείου.
Οι ρυθμίσεις αυτές τραπεζών, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΤ αφορούν περισσότερους από 250.000 δανειολήπτες και το ύψος τους οφειλές που υπερβαίνουν τα 4 δις. ευρώ στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν προχωρήσει σε αναδιάρθρωση δανεισμού σύμφωνα με εκτιμήσεις ξεπερνούν τις 50.000.