Ο σκληρότερος που θα έχει συναντήσει η χώρα από τη μεταπολίτευση και μετά θα είναι ο ερχόμενος χειμώνας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «6 μέρες» διαβλέπει πολιτικές εξελίξεις την άνοιξη.
Ο κ. Τσίπρας εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν θα είναι μία δύναμη με οριακή πλειοψηφία στο επόμενο Κοινοβούλιο, ούτε μία δύναμη που θα καταγράψει απλά τα ποσοστά της Αριστεράς στην Ελλάδα. Αντιθέτως, υποστηρίζει, θα αποτυπώσει την επιθυμία της μεγάλης πλειονότητας του λαού μας να φύγει απ’ αυτήν τη δίνη.
«Εμείς θα είμαστε μια κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, που θα αλλάξει το πολιτικό σύστημα, που θα αλλάξει το κράτος, θα ανατρέψει τις μεγάλες αδικίες στο φορολογικό σύστημα. Είναι η μεγάλη ευκαιρία για πολύ μεγάλες θεσμικές τομές και αλλαγές που δεν έγιναν ποτέ στην Ελλάδα», υπογραμμίζει.
Τονίζει ακόμη ότι το Μνημόνιο παράγει ακραία πολιτική. «Το μνημονιακό μπλοκ δεν είναι μεσαίος χώρος, είναι ακραίος χώρος, έχει επιφέρει την πιο βίαιη πολιτική μεταπολιτευτικά. Είμαστε μπροστά σε μια πλήρη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και το μνημονιακό μπλοκ θα είναι ακραίο και μειοψηφικό στις νέες πολιτικές συνθήκες, όπως ακραία και μειοψηφική θα είναι και η Χρυσή Αυγή, που το συμπληρώνει», σημειώνει. Εκφράζει επίσης την εκτίμηση ότι η νέα χαρτογράφηση των πολιτικών δυνάμεων θα δώσει τη δυνατότητα για συνθέσεις και συνεργασίες ακόμα και ανάμεσα σε δυνάμεις που έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις.
Όσον αφορά στο χρέος της χώρας τονίζει: «Βρισκόμαστε μπροστά σε μια διεθνή σύγκρουση μεταξύ της Γερμανίας, που έχει σήμερα τα ηνία της Ευρώπης, και του ΔΝΤ Είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο».
Πίσω απ’ αυτήν την αντίθεση, επισημαίνει ο κ. Τσίπρας, βρίσκεται η γερμανική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης. «Η κ. Μέρκελ έχει μια στρατηγική, να φτιάξει τη γερμανική Ευρώπη. Δεν την ενδιαφέρει αν το χρέος είναι βιώσιμο, ούτως ή άλλως θα κάνει τον ευρωπαϊκό Νότο γερμανική αποικία χρέους, με γερμανική κυριαρχία, όσον αφορά την παραγωγή, τις επενδύσεις», εξηγεί, ξεκαθαρίζοντας πως δεν έχει κάτι με τον γερμανικό λαό, αλλά είναι «σε πλήρη διάσταση με τη πολιτική της κ. Μέρκελ για την Ευρώπη».