Ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) Γενς Βάιντμαν επέκρινε την απόφαση που έλαβαν οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ (Ecofin) να εμπιστευτούν την εποπτεία των τραπεζών της ευρωζώνης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε συνέντευξη που παραχώρησε σε εβδομαδιαίο οικονομικό περιοδικό WirtschaftsWoche, που θα κυκλοφορήσει τη Δευτέρα.
«Δεν είμαι πεπεισμένος ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα είναι το καλύτερο όργανο για να αποφασίζει αν μια τράπεζα θα πρέπει να κλείσει ή όχι», σημείωσε ο Βάιντμαν.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αποτελείται από τους επικεφαλής των 17 κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης και τα έξι μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ.
Βάσει της συμφωνίας που επετεύχθη στο Ecofin, η ΕΚΤ θα επιφορτιστεί με την άμεση επίβλεψη 150 ως 200 τραπεζών, κυρίως αυτών τα στοιχεία ενεργητικού των οποίων ξεπερνούν τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ ή έχουν σημαντικές εθνικές δραστηριότητες.
Οι υπόλοιπες θα συνεχίσουν να υπόκεινται στους εθνικούς εποπτικούς μηχανισμούς, αλλά η ΕΚΤ θα μπορεί να χειριστεί, κατά περίπτωση, οποιαδήποτε τράπεζα αν το κρίνει απαραίτητο.
Για τον Βάιντμαν, θα έπρεπε να είναι μικρότερος ο αριθμός των τραπεζών που αφορά αυτή η εποπτεία της ΕΚΤ «για πρακτικούς λόγους».
Εξάλλου σύμφωνα με τον ίδιο, η συμφωνία θα έπρεπε να διαχωρίζει περισσότερο τον νέο αυτόν ρόλο της τραπεζικής εποπτείας από αυτόν της νομισματικής πολιτικής που ασκεί η ΕΚΤ προκειμένου να διασφαλίζει την ανεξαρτησία της στον δεύτερο αυτόν τομέα.
«Δεν είναι πραγματικά σαφές ότι η συμφωνία αυτή θα μπορέσει να το επιτρέψει», σημείωσε ο Βάιντμαν, ο οποίος εξέφρασε την ελπίδα ότι η ΕΚΤ θα αναλάβει τον ρόλο του επόπτη μόνον προσωρινά.
«Η ΕΚΤ μπορεί να βοηθήσει στην γέννηση (αυτού του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού) έως ότου να μπορεί να αποσυρθεί», δήλωσε στο περιοδικό.