”Για την πραγματική οικονομία στην Ελλάδα το σοβαρότερο διαρθρωτικό εμπόδιο είναι η ολιγοπώληση των αγορών, η οποία συχνά οδηγεί σε χειραγώγηση τιμών και σε υπονόμευση του ανταγωνισμού και η στροφή του ενδιαφέροντος αποκλειστικά και μόνο σε ζητήματα όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων εκτός από παρελκυστική είναι και μυωπική. Και τούτο επειδή δεν αναγνωρίζει ένα χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, την ολιγοπωλιακή διάρθρωση των αγορών και το υψηλό επίπεδο των τιμών, το οποίο αυξάνει πολύ περισσότερο απ’ ότι τα κλειστά επαγγέλματα το κόστος ανάληψης νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών”.
Αυτό σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος σε ανακοίνωσή της προκειμένου να καταθέσει τις απόψεις της για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και προς επιβεβαίωση όσων αναφέρει σημειώνει ότι η Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη ακριβότερη χώρα στην ΕΕ-27 για μηχανολογικό εξοπλισμό.
Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, θέλοντας να συμβάλει στο διάλογο που έχει ξεκινήσει σχετικά με αυτό το ζήτημα διατύπωσε τις ακόλουθες προτάσεις / παρατηρήσεις:
– Πράγματι, η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας – η ορθή διατύπωση είναι ελευθερία άσκησης επαγγέλματος – είναι κανόνας ο οποίος έχει αναγνωριστεί θεσμικά σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Εν τούτοις, οι εξαιρέσεις από την αρχή αυτή οι οποίες οδηγούν στη ρύθμιση της άσκησης συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων είναι θεμελιωμένες σε ρήτρες, οι οποίες είναι εξίσου αναγνωρισμένες με τον πλέον επίσημο τρόπο σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Σε αυτό συνηγορεί και ο κατάλογος των ρυθμισμένων επαγγελμάτων ο οποίος ισχύει σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το ερώτημα που εγείρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αν και κατά πόσο εκείνοι οι οποίοι ανέλαβαν τη νομοθετική πρωτοβουλία έχουν λάβει υπόψη τους αυτές τις ρυθμίσεις, οι οποίες άλλωστε είναι αναρτημένες στον αντίστοιχο διαδικτυακό τόπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
– Κάθε νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία έχει ως στόχο την άρση ρυθμίσεων κατά την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων οφείλει, προκειμένου να είναι πειστική και να ανταποκρίνεται στην αρχή της λογοδοσίας, να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη μελέτη επιπτώσεων. Εδώ ανακύπτουν δύο ερωτήματα:
α) Υπάρχει μελέτη επιπτώσεων για την απώλεια ως προς την ευημερία από το ήδη υφιστάμενο καθεστώς των ρυθμισμένων επαγγελμάτων;
β) Υπάρχει μελέτη επιπτώσεων για τα αναμενόμενα οφέλη από το «άνοιγμα» αυτών των επαγγελμάτων;
Μέχρι σήμερα η μόνη μελέτη που έχει γίνει γνωστή είναι αυτή η οποία έχει εκπονηθεί από το ΙΟΒΕ και στην οποία υποστηρίζεται ότι μεσοπρόθεσμα το όφελος θα ανέλθει σε 13,5% του ΑΕΠ. ”Ανεξάρτητα από τα εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με το υπόδειγμα στο οποίο βασίστηκε η εν λόγω μελέτη, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε – όπως άλλωστε υποστηρίζεται και από τους συντάκτες της μελέτης αυτής – ότι οι τιμές με βάση τις οποίες έγιναν οι εκτιμήσεις είναι υποθετικές” σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ και προσθέτει ότι εκτός από τις υποθετικές ωφέλειες ως προς την ευημερία που είναι πιθανό να προέλθουν από την άρση των ρυθμίσεων στην άσκηση ορισμένων (άνω των 150) επαγγελματικών δραστηριοτήτων, υπάρχουν δραστηριότητες, οι οποίες προκαλούν πραγματικές απώλειες στην ευημερία. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
Α) ότι οι τιμές των εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Η διατήρηση των τιμών αυτών επίπεδα των αγαθών σε υψηλά οφείλεται αφενός στην αύξηση των εμμέσων φόρων και αφετέρου στην ατελή διάρθρωση των αγορών μέσω των οποίων διακινούνται. Ως προς το τελευταίο μάλιστα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά διακινούνται μέσω συγκεκριμένων ολιγοπωλίων και η διανομή τους διατρέχει συχνά δαιδαλώδη έως γκρίζα κανάλια (τριγωνικές συναλλαγές από εταιρίες offshore, nominee κ.λπ.).
Β) Εξίσου ανησυχητική είναι η ανοδική πορεία του Δείκτη Τιμών Εισαγωγών στη Βιομηχανία, καθώς από το τέλος του προηγούμενου έτους και μετά, και παρά τις μικρές διακυμάνσεις διατηρείται σε θετικά επίπεδα.
Γ) Ταυτόχρονα ιδιαίτερα υψηλές είναι και οι τιμές του μηχανολογικού εξοπλισμού, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του προέρχεται από το εξωτερικό. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat, οι τιμές των μηχανημάτων και του εξοπλισμού στην Ελλάδα για το 2009 ήταν οι δεύτερες υψηλότερες στην ΕΕ-27.
Πιο συγκεκριμένα, οι τιμές του μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού αντιστοιχούν στο 111% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, μόλις μια μονάδα χαμηλότερα από την πρώτη χώρα. Αναλυτικότερα και κατά κατηγορία, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση του δείκτη επιπέδου τιμών τόσο για μεταλλικά προϊόντα και εξοπλισμό όσο και για ηλεκτρονικό και οπτικό εξοπλισμό (115% και 114% του μέσου όρου ΕΕ-27 αντίστοιχα). Το ερώτημα που τίθεται, για τη ΓΣΕΒΕΕ, είναι ποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες πρόκειται να αναληφθούν ώστε να αρθούν πραγματικά εμπόδια για την επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα μας.
”Εάν σε αυτά τα εμπόδια συμπεριληφθούν και οι γνωστές και χρόνιες παθογένειες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ((π.χ. γραφειοκρατία, διαδικασία αδειοδότησης, φορολογικό σύστημα), τότε γίνονται αντιληπτοί με εμφανή τρόπο, οι λόγοι για τους οποίους ολόκληροι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας υστερούν ως προς την ανταγωνιστικότητα. Αναφορικά με αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι υψηλότερες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη τιμές του μηχανολογικού εξοπλισμού αποτρέπουν όχι μόνο την ανάληψη επενδύσεων από νέες παραγωγικές επιχειρήσεις αλλά και την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού των υφιστάμενων” σημειώνει η Συνομοσπονδία.
Η ΓΣΕΒΕΕ τονίζει ότι στην προσπάθεια για την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας στη χώρα μας, μέσω και της ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, μεταξύ των άλλων, ο παράγοντας του κόστους των επενδύσεων και να εξεταστούν τα πιθανά μέτρα για τη μείωσή του.
Σε πρώτη φάση έχει προτείνει τη δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Τιμών Πρώτων Υλών και Μηχανολογικού Εξοπλισμού (κύρια εισαγόμενων), το οποίο εκτός από την παρακολούθηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων, θα συμβάλει στη δημοσιοποίηση «αθέμιτων» παρεκκλίσεων τιμών από τα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.