Μειώσεις στις χρεώσεις δικτύου, όσον αφορά τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, επέβαλε με απόφασή της η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας η οποία είναι αρμόδια επί του προκειμένου, σε αντίθεση με τα τιμολόγια ανταγωνιστικών χρεώσεων που καθορίζονται με υπουργική απόφαση.
Οι «ρυθμιζόμενες χρεώσεις» αναλύονται στη δεύτερη σελίδα του λογαριασμού ως εξής: Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς και Ελληνικό Σύστημα Διανομής. Ενδεικτικά σε έναν λογαριασμό περίπου 1.500 κιλοβατωρών με συνολικό ύψος 190 ευρώ, οι χρεώσεις αυτές αντιστοιχούν σε περίπου 41 ευρώ ή αλλιώς στο 21,5% του κόστους ρεύματος.
Βάσει, λοιπόν, της απόφασης της ΡΑΕ οι μειώσεις στις χρεώσεις δικτύου αναλύονται ως εξής ανάλογα με την κατηγορία καταναλωτή:
– Στην υψηλή τάση δηλαδή τις μεγάλες βιομηχανίες η μείωση στις μοναδιαίες χρεώσεις χρήσης συστήματος (δίκτυο μεταφοράς) φτάνουν το 2,2% σε σχέση με τις τρέχουσες χρεώσεις.
– Στη μέση τάση (μεσαίες και μικρότερες βιομηχανίες, εμπορικές αλυσίδες, σούπερ μάρκετ, ξενοδοχεία, μεγάλα κτήρια γραφείων κ.λπ.) οι μοναδιαίες χρεώσεις χρήσης συστήματος μειώνονται κατά 11% και οι χρεώσεις χρήσης δικτύου διανομής μειώνονται κατά 2% στο σκέλος ενέργειας και 1,5% στο σκέλος ισχύος.
– Για τους οικιακούς καταναλωτές η συνολική μείωση στις χρεώσεις χρήσης συστήματος και δικτύου φτάνει το 7% σε σχέση με τις τρέχουσες χρεώσεις.
– Στην υπόλοιπη χαμηλή τάση (μικρές επιχειρήσεις και καταστήματα) οι μειώσεις κυμαίνονται από 7 έως 15% σε σχέση με τις τρέχουσες χρεώσεις.
Στο μεταξύ, όπως έγινε γνωστό, η ΡΑΕ, έχει ήδη προκηρύξει διεθνή ανοικτό διαγωνισμό για την ανάθεση μελέτης σε εξειδικευμένο σύμβουλο, ο οποίος θα αξιολογήσει τις υφιστάμενες χρεώσεις δικτύων, συγκριτικά με τις αντίστοιχες χρεώσεις που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σε τρίτες χώρες, τόσο ως προς το επίπεδο, όσο και ως προς τη δομή τους.
Με βάση τη μελέτη αυτή, η ΡΑΕ θα προχωρήσει, μέσα στο 2013, σε αναθεώρηση της μεθοδολογίας καθορισμού των χρεώσεων χρήσης δικτύων, με στόχο την αποδοτικότερη λειτουργία των διαχειριστών, τη βέλτιστη τιμολογιακή πολιτική, αλλά κυρίως την παροχή υπηρεσιών βελτιωμένης ποιότητας με το ελάχιστο δυνατό κόστος για τον τελικό καταναλωτή.