Στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατατέθηκε η πρώτη αγωγή δικαστή με την οποία ζητάει να κριθεί αντισυνταγματικό και αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012) ως προς το σκέλος που μειώνει αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 τις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και ρυθμίζει τμηματικά τον τρόπο επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών», στο Δημόσιο. Δηλαδή την τμηματική επιστροφή των επιπλέων πόσων που έλαβαν από την 1.8.2012 μέχρι την εκπνοή του τρέχοντος έτους, λόγω της αναδρομικής μείωσης των αποδοχών και των συντάξεών τους.
Ειδικότερα, αντεισαγγελέας Πρωτοδικών της Θεσσαλονίκης κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητάει να ακυρωθεί η από 14.11.2012 απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την επιστροφή «των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων» που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ (αναδρομική μείωση αποδοχών και συντάξεων).
Παράλληλα, ζητάει να ακυρωθεί και η υποπαράγραφος Γ 1 του Μνημονίου ΙΙΙ που αφορά τις μισθολογικές διατάξεις των απασχολουμένων στον Δημόσιο τομέα.
Ο αντεισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραβιάζουν τα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμά τους στην περιουσία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται τόσο οι αποδοχές, όσο και οι συντάξεις.
Αναλυτικότερα, ο αντεισαγγελέας επαναλαμβάνει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, πρέπει να είναι ισότιμες με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής).
Ακόμη, επισημαίνει ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο νομοθέτης υποχρεούται να παρέχει στο δικαστή, αφενός μεν αποδοχές, επαρκείς και ανάλογες του λειτουργήματός του, αφετέρου τις κατάλληλες συνθήκες και υποδομές, ώστε αυτός να είναι σε θέση να επιτελεί «το δικαιοδοτικό του έργο» στο υψηλό επίπεδο που επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει, καθώς η Πολιτεία αδυνατεί να προσφέρει στους δικαστές την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, αλλά ούτε «διατηρεί πρόσφορες συνθήκες ομαλής και ορθολογικής άσκησης του δικαιοδοτικού έργου», υποσημειώνει ο αντεισαγγελέας.
Η υποστελέχωση και η έλλειψη εξειδίκευσης των γραμματειών των δικαστηρίων, η απουσία χώρων εργασίας και μελέτης (γραφεία, κ.λπ.) καθώς και βιβλιοθηκών, έστω και σε υποτυπώδη μορφή -συνεχίζει ο αντεισαγγελέας- στα περισσότερα δικαστήρια, η έλλειψη μηχανοργάνωσης και ηλεκτρονικής διακίνησης των εγγράφων αποτελούν χαρακτηριστικές παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης, οι οποίες, συνδυαζόμενες με τον αυξημένο φόρτο εργασίας και το συσσωρευμένο όγκο των υποθέσεων, «δυσχεραίνουν υπέρμετρα την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου» των δικαστικών λειτουργών.
Για το λόγο αυτό, τονίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, η Πολιτεία από το 1997 έχει χορηγήσει στους δικαστές ειδικά επιδόματα (αντισταθμιστικό επίδομα, πάγια αποζημίωση, κ.λπ.).
Έτσι, οι αποδοχές των δικαστών μπορούν να περικοπούν μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται «από την ανάγκη αντιμετώπισης εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, μετά από αιτιολογημένο αποκλεισμό άλλων εναλλακτικών λύσεων».
«Νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις» που εισάγουν μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών, σε τέτοιο ύψος που ανατρέπουν το καθεστώς οικονομικής ασφάλειας που πρέπει αυτοί να απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αντίκειται ευθέως στα άρθρα 26, 87 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος», υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας.
Όμως, παρά τις συνταγματικές επιταγές, υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας, πραγματοποιήθηκαν περικοπές στις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών που ανέρχονται στο 44%.
Το νέο μισθολόγιο των δικαστών συντάχθηκε κατά αντισυνταγματικό τρόπο, επισημαίνει ο αντεισαγγελέας, καθώς έχει ενταχθεί σε άσχετο νόμο που ρυθμίζει και άλλα θέματα ενώ έπρεπε να ρυθμίζεται σε ειδικό νόμο όπως προβλέπει το άρθρο 88 του Συντάγματος.
Η πεντάμηνη αναδρομικότητα στις περικοπές των αποδοχών των δικαστών παραβιάζει και την ΕΣΔΑ υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας, καθώς οι πλήρεις αποδοχές που έλαβαν από 1.8.-31.12.2012 αποτελούν ανεπίστρεπτο μέρος της περιουσίας τους.
Εξάλλου, οι μηνιαίες αποδοχές της επίμαχης περιόδου (1.8.-31.12.2012) που έλαβαν οι συνάδελφοι του, αποτελεί «κτηθείσα περιουσία η οποία προστατεύεται από την ΕΣΔΑ» που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν.Δ. 53/1974. Κατά συνέπεια και η αναδρομική περικοπή των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστών προσκρούει στην ΕΣΔΑ.
Τέλος, σημειώνει ότι με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), το επιστημονικό προσωπικό της ειδικής νομικής υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καλλιτεχνικό προσωπικό του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΓΑ κ.λπ.
Όμως οι εξαιρέσεις αυτές «καταδεικνύουν ολοφάνερα» ότι οι δικαστές υπέστησαν διακριτική και άνιση μεταχείριση στη μισθολογική τους κατάσταση, επωμιζόμενοι ένα υπερβολικό και αδικαιολόγητο βάρος στην περιουσία τους σε σχέση με άλλες κατηγορίες εργαζομένων.