Ως «ψευδεπίγραφο και αναποτελεσματικό» χαρακτηρίζει το μέτρο των αποδείξεων, η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, αναφερόμενη στις εξαγγελίες του Υπουργείου Οικονομικών σε ό,τι αφορά την έκπτωση των αποδείξεων.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες προβλέπεται σταθερό ποσό έκπτωσης 2.100 ευρώ για τα εισοδήματα ως 21.000 ευρώ, με την προϋπόθεση της κάλυψης του 25% του εισοδήματος. Από 21.000 ως 42.000 ευρώ προβλέπεται τμηματική μείωση της έκπτωσης μέχρι την πλήρη εξάλειψη για ποσά άνω των 42.000, ενώ προβλέπονται πρόστιμα και κλιμακωτές αυξήσεις με φοροποινές έξτρα φόρου για λιγότερες αποδείξεις.
Η ΕΣΕΕ διαμαρτύρεται διότι όπως αναφέρει το μέτρο θα εφαρμοστεί επιλεκτικά μόνο στους μισθωτούς και στους συνταξιούχους. Επίσης, υπογραμμίζει ότι «αγγίζει τα όρια του παραλογισμού να στερούνται την έκπτωση οι φορολογούμενοι με εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ, δηλαδή οι μόνοι που μπορούν βάσει του εισοδήματός τους να αγοράσουν κάτι και να τονώσουν την καταναλωτική δαπάνη. Στην ουσία το μέτρο είναι “ψευδεπίγραφο” γιατί οι δικαιούχοι των αποδείξεων δεν μπορούν βάσει εισοδήματος να αγοράσουν και όσοι μπορούν ακόμα να καταναλώσουν εξαιρούνται».
Η ΕΣΕΕ υπενθυμίζει ότι έχει προτείνει να εκπίπτουν όλες οι αποδείξεις όλων των επαγγελματικών κλάδων και όλων των φορολογουμένων κατά ένα ποσοστό από το εισόδημά τους και το υπόλοιπο διαθέσιμο εισόδημα να φορολογείται με βάση τη φορολογική κλίμακα φυσικών προσώπων.
«Η αφομοίωση ενός τέτοιου συστήματος όπου οι αποδείξεις θα είναι οι κύριες φοροαπαλλαγές μας θα βελτίωνε τη φορολογική συνείδηση των υπόχρεων καθώς όλοι θα είχαν κίνητρο να ζητούν αποδείξεις, ενώ το συγκεκριμένο μέτρο θα είχε μεγάλη αποτελεσματικότητα αν εφαρμοζόταν στον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, προκειμένου όλοι να εκδίδουν τιμολόγια και αποδείξεις στα καταστήματα λιανικής, με αποτέλεσμα τη μείωση της φοροδιαφυγής και την προστασία της αγοράς και των καταναλωτών από το παρεμπόριο», καταλήγει η σχετική ανακοίνωση της Συνομοσπονδίας.