Η επιβολή «Τέλος Πλεύσης και Παραμονής» θα προσφέρει περισσότερα έσοδα από την επιβολή φόρου πολυτελείας, υποστηρίζει το ΥΠΟΙΚ σε ανακοίνωση που εξέδωσε αναφορικά με την απόσυρση του φόρου πολυτελείας στα σκάφη αναψυχής.
Όπως αναφέρει «θα θεσπιστεί Τέλος Πλεύσης και Παραμονής το οποίο θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με τις διατάξεις του υπό κατάρτιση νομοσχεδίου για το Θαλάσσιο Τουρισμό και θα αφορά μόνο τον πλου και την παραμονή στη χώρα μας όλων των ιδιωτικών πλοίων αναψυχής ανεξαρτήτως σημαίας.
Πρόκειται για ένα τέλος πλεύσης που σήμερα δεν πληρώνει κανείς καθώς δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία, το οποίο παράλληλα θα αποτελεί και ένα τίμημα για τη στάθμευση των σκαφών αυτών σε μη ιδιωτικές μαρίνες που σήμερα είναι δωρεάν.
Το τέλος θεσπίζεται ταυτόχρονα με την κατάργηση του φόρου πολυτελείας και του ειδικού φόρου, οι οποίοι όμως δεν εισπράχθηκαν ποτέ, με σκοπό την ενοποίηση των φορολογικών ρυθμίσεων και την κατάργηση αλυσιτελών διατάξεων, οι οποίες δεν προσέφεραν απολύτως τίποτα αλλά αντιθέτως προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στα δημόσια έσοδα.
Με το Τέλος Πλεύσης και Παραμονής εκτιμάται ότι θα δημιουργηθεί ρεύμα επανόδου των σκαφών στα ελληνικά ύδατα και τις ελληνικές μαρίνες, θα τονωθεί η οικονομία των νησιών και των παράκτιων περιοχών και θα δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας καθώς θα παύσει να υφίσταται η αβεβαιότητα ως προς τη φορολογική αντιμετώπιση των σκαφών αναψυχής.
Σημειώνεται ότι η εφαρμογή του ισχύοντος φόρου πολυτελείας προκάλεσε την απώλεια θέσεων εργασίας, απώλεια είσπραξης ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος σε όλους τους κλάδους επαγγελμάτων και επιτηδευματιών, οι οποίοι ασχολούνται με τον συγκεκριμένο κλάδο (π.χ. parking φύλαξης σκαφών, πληρώματα, μηχανικοί, συντηρητές, επισκευαστές, εταιρίες πώλησης εξοπλισμού και ανταλλακτικών κτλ), ενώ ταμειακά ο φόρος πολυτελείας απέδωσε ελάχιστα σε ετήσια βάση.
Επιπλέον, ο φόρος αυτός απεδείχθη καταστροφικός και για τις ελληνικές εταιρίες εισαγωγής και εμπορίας μικρών ή μεγάλων σκαφών αναψυχής, με την ταυτόχρονη απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, καθώς ο κύκλος εργασίας τους κυριολεκτικά εξαϋλώθηκε.
Ουδείς Έλληνας ή Αλλοδαπός εισάγει πλέον σκάφη στην Ελλάδα αφού το κόστος εισαγωγής κατέστη απαγορευτικό (23% ΦΠΑ + 10% φόρος πολυτελείας επί της αξίας του σκάφους). Το Δημόσιο υπέστη σημαντικότατη απώλεια εσόδων, αφού ούτε φόρος πολυτελείας (10%) εισπράχθηκε ούτε και ΦΠΑ (23%), δεδομένου ότι προγραμματισμένες εισαγωγές ακυρώθηκαν.
Στα ανωτέρω προστίθεται και η απώλεια εσόδων από την μη είσπραξη φόρου εισοδήματος, λόγω του μειωμένου κύκλου εργασιών και κέρδους των ελληνικών εταιρειών αντιπροσώπευσης».