Την πεποίθηση ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα έρχεται να “χτυπήσει” περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι εκείνων του εξωτερικού, εκφράζει -με σημερινή ανακοίνωσή του- ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ).
Σύμφωνα με τον ΣΕΒΕ, το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις ανέρχεται, κατά μέσο όρο, σχεδόν στο 5% του κόστους παραγωγής, ενώ βάσει στοιχείων επιχειρήσεων-μελών του φορέα, απογειώνεται στο 36% για τις δραστηριότητες έντασης ενέργειας. Το ποσοστό αυτό, σύμφωνα πάντα με τον ΣΕΒΕ, “είναι εξαιρετικά μεγάλο”, αν αναλογιστεί κανείς ότι μια βιομηχανική μονάδα λειτουργεί με ένα μέσο καθαρό περιθώριο κέρδους της τάξης του 10-12% και αντιμετωπίζει δραματικό πρόβλημα της ρευστότητας. Το ενεργειακό κόστος την τελευταία πενταετία έχει ανατιμηθεί πάνω από 60%, ενώ τον τελευταίο χρόνο η σχετική αύξηση για την ελληνική βιομηχανία ξεπερνάει το 30%.
“Οι αυξήσεις τιμολογίων της ΔΕΗ που ανακοινώθηκαν πρόσφατα […] έρχονται να προστεθούν στις ήδη επελθούσες αυξήσεις στη φορολογία της ενέργειας που τιμωρεί ακόμη και τις επιχειρήσεις που έχουν επιλέξει φιλικότερες προς το περιβάλλον μορφές ενέργειες, όπως το φυσικό αέριο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι την τελευταία τριετία (2009-2012) – μετά και την εισαγωγή του ΕΦΚ – η μέση τιμή του φυσικού αερίου στην Ελλάδα έχει σχεδόν τριπλασιαστεί”, υπογραμμίζει ο ΣΕΒΕ.
Σύμφωνα με τη διοίκηση του φορέα, αν υπολογιστούν όλες οι προσαυξήσεις πάνω στο κόστος της ενέργειας (χρήση δικτύων, υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας κτλ), η αύξηση στις εμπορικές καταναλώσεις έως 1.000 κιλοβατώρες θα ανέρχεται περίπου σε 11% και έως 4.000 κιλοβατώρες σε 10%. Στον πρωτογενή τομέα μάλιστα η αύξηση θ΄ αγγίζει το 15%.
Βάσει έρευνας του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του ΣΕΒΕ, χώρες όπως οι Ισπανία, Αυστρία, Βέλγιο, Σουηδία, Γερμανία, Ολλανδία και Μεγάλη Βρετανία εφαρμόζουν μέτρα για ελάφρυνση των επιχειρήσεων από το ενεργειακό κόστος. “Το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα, με τις τιμές που φθάνει στον τελικό καταναλωτή, αποτελεί σήμερα ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη -αν όχι το υψηλότερο- και ανέρχεται σχεδόν στο διπλάσιο από το αντίστοιχο στη Γερμανία και άλλες ανεπτυγμένες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης”, προσθέτει.