Μετράει και ξαναμετράει τα δεδομένα η κυβέρνηση
«Μεταξύ σφύρας και άκμονος» βρίσκεται η κυβέρνηση για το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο φόντο των ερευνών σχετικά με τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων και την ώρα που οι εξελίξεις τρέχουν στην ευρύτερη περιοχή.
Οι πληροφορίες φέρουν για μια ακόμη φορά τον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά να βρίσκεται κοντά στην απόφαση για την μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ, με την «ατζέντα» όμως να τίθεται ουσιαστικά όχι από την Αθήνα, αλλά από την Άγκυρα που αντιμετωπίζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αντιπαρατάσσοντας πέρα από τις φραστικές προκλήσεις και ενέργειες που ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Για την κυβέρνηση η υπόθεση ΑΟΖ εξελίχθηκε σε «καυτή πατάτα».
Από τις προεκλογικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η μονομερής ανακήρυξη της περιλήφθηκε στην προγραμματική συμφωνία μεταξύ των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης, ακολουθήθηκε επί μήνες η τακτική της καλλιέργειας προσδοκιών, χωρίς κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Σαμαρά, το κλίμα που διαμορφωνόταν με βάση τις πληροφορίες από την κυβέρνηση, ήθελε την Ελλάδα να προχωρεί με αποφασιστικά βήματα μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο-Νοέμβριο. Για το λόγο αυτό μάλιστα είχε συγκροτηθεί άτυπη ομάδα με τη συμμετοχή γνωστών επιστημόνων που επεξεργαζόταν το σχετικό σχέδιο. Τελικά δεν έγινε τίποτα.
Στην πραγματικότητα και εντός της κυβέρνησης δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει κοινή και συμφωνημένη γραμμή, καθώς άλλοι υποστηρίζουν την μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ, ενώ άλλοι προκρίνουν μια πρωτοβουλία όσον αφορά το χρονίζον ζήτημα της υφαλοκρηπίδας με την κατάθεση στα Ηνωμένα Έθνη συντεταγμένων για τα εξωτερικά όριά της. Εν μέσω διαφωνιών και κυρίως μετρώντας και ξαναμετρώντας την τουρκική αντίδραση και τη στάση της διεθνούς κοινότητας –οι ΗΠΑ τάσσονται κατά μονομερών ενεργειών και η Ε.Ε. τηρεί «σιγή ιχθύος»-σε οποιαδήποτε κίνηση το θέμα «πάγωσε».
Τα ελληνικά κοιτάσματα
Ο βασικός λόγος που επιβάλλει την ανάγκη ανάληψης κάποιας σημαντικής πρωτοβουλίας από την ελληνική πλευρά είναι ο ίδιος που λειτουργεί και σαν «φρένο» οδηγώντας σε δεύτερες σκέψεις. Το γεγονός ότι όλους τους τελευταίους μήνες κυριαρχεί όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή επικαιρότητα (έκθεση Deutsche Bank) η πιθανολογούμενη ύπαρξη τεράστιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων ενός των –θεωρητικών- ορίων της ελληνικής ΑΟΖ, δίνει άλλη διάσταση και άλλο περιεχόμενο στην όλη υπόθεση.
Τα αποτελέσματα των σεισμικών ερευνών που διεξάγονται από τη νορβηγική εταιρία PGS σε θαλάσσια περιοχή έκτασης 220.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο Ιόνιο και στα νότια της Κρήτης αναμένονται στο τέλος της χρονιάς.
Από τη μία πλευρά, είναι σαφές ότι, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των ειδικών επιστημόνων για την ύπαρξη μεγάλων κοιτασμάτων, για να υπάρξει δυνατότητα εκμετάλλευσης χρειάζεται κατοχύρωση του «ιδιοκτησιακού δικαιώματος», που σημαίνει ότι τα προς αξιοποίηση οικόπεδα θα πρέπει να βρίσκονται αδιαμφισβήτητα εντός ελληνικής κυριαρχίας.
Άρα είναι απαραίτητη η ανακήρυξη ΑΟΖ, που αποτελεί μονομερή ενέργεια, όπως και η κατάθεση συντεταγμένων για τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας, ενώ η οριοθέτηση απαιτεί συμφωνία με τα γειτονικά κράτη. Όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας είναι γνωστό ότι εκκρεμεί επί χρόνια. Για την ΑΟΖ, όμως, η Ελλάδα πρέπει να κάνει οριοθέτηση όχι μόνο με την Τουρκία, αλλά με τη Λιβύη, την Αλβανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και την Κύπρο.
Η χαμένη ευκαιρία
Όσοι παρακολουθούν το θέμα της ΑΟΖ από κοντά εδώ και χρόνια θεωρούν ότι τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, λόγω της αναποφασιστικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων, χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να κλείσει η υπόθεση με όλα τα άλλα κράτη πλην της Τουρκίας. Θα μπορούσε δηλαδή να είχε υπάρξει ανακήρυξη και συμφωνία οριοθέτησης τόσο με τα αραβικά κράτη –Λιβύη, Αίγυπτος- με τα οποία υπήρχε προνομιακή σχέση, όσο όμως και με την Ιταλία, αλλά και με την Αλβανία, που την περίοδο εκείνη προσπαθούσε, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Χότζα, να σταθεί όρθια και με την έμπρακτη υποστήριξη της Ελλάδας.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η συμφωνία με την Αλβανία ακυρώθηκε από το συνταγματικό της δικαστήριο, ενώ τα νέα καθεστώτα σε Αίγυπτο και Λιβύη, βρίσκονται σε «στενό εναγκαλισμό» με την Άγκυρα και έχουν μετατοπιστεί προς τις τουρκικές θέσεις.
Μέσα στην κυβέρνηση κερδίζει έδαφος η τάση ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος. Στελέχη που βρίσκονται κοντά στον πρωθυπουργό φέρονται να είναι πεπεισμένα ότι το βήμα θα γίνει «ή τώρα ή ποτέ».
Το θετικό, που παράλληλα όμως μεγιστοποιεί και την αξία της χαμένης ευκαιρίας, είναι ότι τα πιθανολογούμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων βρίσκονται νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει άμεση εμπλοκή με την Τουρκία.
Από την άλλη, εμπεδώνεται στην κυβέρνηση η αντίληψη ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να αντιδράσει και απέναντι στην κλιμακούμενη τουρκική προκλητικότητα, που δεν περιορίζεται στις δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων, αλλά στην ποιοτική αναβάθμιση της πρόκλησης με την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για έρευνα περί ύπαρξης υδρογονανθράκων από την κρατική εταιρία πετρελαίου (ΤΡΑΟ) σε ευρύτατες περιοχές της ΝΑ Μεσογείου που περιλαμβάνουν κομμάτια ελληνικής υφαλοκρηπίδας νοτίως της Ρόδου, της Καρπάθου και του Καστελόριζου, καθώς και τμήματα της κυπριακής ΑΟΖ.
Οι εξελίξεις τρέχουν στην περιοχή
Οι διεργασίες σε σχέση με την ελληνική ΑΟΖ συντελούνται σε ένα περιβάλλον όπου ο γεωενεργειακός ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με κυρίαρχο το ρόλο των νέων ενεργειακών αγωγών.
Η υπόθεση του South Stream, τον οποίο «τρέχουν» οι Ρώσοι, προχωρεί με γρήγορους ρυθμούς, ενώ η απόφαση της κοινοπραξίας στο Αζερμπαϊτζάν που διαχειρίζεται το κοίτασμα Shah Deniz για το ποιος αγωγός θα προκριθεί μεταξύ ΤΑΡ και Nabucco West θα ληφθεί τον ερχόμενο Ιούνιο.
Την ίδια ώρα, από χθες βρίσκεται στην Άγκυρα για πρώτη φορά κλιμάκιο της Ε.Ε. για συνομιλίες με τον Τούρκο υπουργό Ενέργειας Τανέρ Γιλντίζ προκειμένου ουσιαστικά να αξιοποιηθεί και η Τουρκία στην ευρωπαϊκή στρατηγική για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμπεριλαμβάνει τα πιθανά κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου της Ανατολικής Μεσογείου σε επίσημο έγγραφό της και συγκεκριμένα στην έκθεσή της για τον Ενεργειακό Οδικό Χάρτη με ορίζοντα το 2050, όπου, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται πως θα πρέπει να υπάρξει μια σαφής τοποθέτηση των Βρυξελλών για το θέμα της ΑΟΖ.