Τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παραμένει ακριβή σε βασικά αγαθά, παρά την ύφεση και την πτώση των εισοδημάτων, παραθέτει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου.
Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία, οι 13 σημαντικότεροι λόγοι που δεν «πέφτουν» οι τιμές στην ελληνική αγορά, είναι:
– Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%).
– Ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες «φουσκώνουν» τις τιμές αλλά και το κόστος, προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται μέσω των υψηλών τιμών, στους καταναλωτές.
– Ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, ο εξαναγκασμός δηλαδή των λιανεμπόρων να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.
– Στρεβλώσεις σε σχετικές με το εμπόριο αγορές όπως στις μεταφορές, εφοδιαστική αλυσίδα (logistics) κ.λπ., οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών πχ. απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα.
– Πολεοδομικοί περιορισμοί στις προδιαγραφές κτηρίων που εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των αποθηκευτικών χώρων και λοιπά, γραφειοκρατικού τύπου προσκόμματα, όπως η δυνατότητα προμήθειας φθηνότερων μεν καυσίμων από το εξωτερικό αλλά υπό την αυστηρή όμως προϋπόθεση της ύπαρξης αποθηκευτικού χώρου που θα προσφέρει απρόσκοπτα καύσιμα για χρονικό διάστημα 60 ημερών.
– Ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού εμπορίου με το παράδειγμα του “καρτέλ” στην αγορά κοτόπουλου που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή το καρτέλ στο χονδρεμπόριο των νωπών οπωροκηπευτικών σύμφωνα με την Γενική Γραμματεία Εμπορίου.
– Διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους σε τμήμα της εγχώριας αγοράς παρά την ύφεση, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
– Μεγάλη εξάρτηση των εγχώριων τιμών από τις αυξητικές διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου αλλά και των τιμολογίων των ΔΕΚΟ.
– Η πεπατημένη πως οι βραχυπρόθεσμες εκπτώσεις και προσφορές λειτουργούν περισσότερο ελκυστικά για τους καταναλωτές παρά οι μόνιμα χαμηλές τιμές.
– Η πτώση του μισθολογικού κόστους αλλά και του κόστους μίσθωσης επαγγελματικής στέγης (ενοίκια) αντισταθμίστηκε πλήρως, αφενός από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αφετέρου εξαιτίας της παύσης των πιστώσεων που επιβλήθηκε στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας, υποχρεώνοντάς τις στην ουσία να επωμίζονται εξολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πριν την παραλαβή.
– Αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις άτυπες εκπτώσεις και «παζαριού» του υψηλού ΦΠΑ λαμβάνουν χώρα στο ταμείο, πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση διαστρεβλωμένων στοιχείων.
– Μονομερής προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά όταν θα ήταν αποτελεσματικότερο να ενταθούν οι προσπάθειες στην κατεύθυνση της διερεύνησης εκείνων των παραγόντων που διαμορφώνουν το κέρδος Π.χ. Πώς καθορίζεται το ποσοστό κέρδους στα φάρμακα.
– Η έλλειψη μελέτης «ελαστικότητας» από τα αρμόδια υπουργεία και η μη έγκαιρη αξιολόγηση της καταγραφής των επιπτώσεων από τους «σοφούς» τής τρόικας, διαμόρφωσε τις τιμές της αγοράς σε πολλούς κλάδους του εμπορίου χαμηλότερα από την τιμές του τέλειου ανταγωνισμού, ενώ στα τρόφιμα, στα καύσιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης περισσότερο κοντά στις τιμές μονοπωλίων.
Όπως αναφέρει επίσης η ΕΣΕΕ, στους παραπάνω λόγους της «ελληνικής ακρίβειας» θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον τρεις:
«Πρώτον το ανεπιτυχές “πείραμα” της εσωτερικής υποτίμησης που έχει προκαλέσει ανισορροπία και αναντιστοιχία στο τρίπτυχο: εισόδημα, φόροι και τιμές. Δεύτερον, οι διαρκώς αυξανόμενες τάσεις των κερδοσκοπικών κεφαλαίων hedge funds να χειραγωγήσουν τις χρηματιστηριακές αγορές τροφίμων και ενέργειας, απειλούν το 2013 με νέες αυξήσεις τιμών διαφόρων αγροτικών προϊόντων, κυρίως σιτηρών και κρέατος και βεβαίως πετρελαίου. Τρίτον, σε περίπτωση λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων 52 Κυριακές τον χρόνο θα προκύψει μια αύξηση 12% μηνιαίως στα λειτουργικά έξοδα και αντίστοιχη αύξηση τουλάχιστον 3% στις τιμές όλων των καταναλωτικών αγαθών».
«Στο υγιές εμπόριο το περιθώριο κέρδους δεν βρίσκεται στην τιμή λιανικής πώλησης, αλλά στην τιμή αγοράς», καταλήγει η ΕΣΕΕ, τονίζοντας ότι «κάποιοι δεν αφήνουν τις ανταγωνιστικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αγοράσουν φθηνά, για να τις αναγκάσουν σε κλείσιμο, ώστε να μείνουν μόνοι και ανενόχλητοι να ολιγοπωλήσουν την ελληνική αγορά σε βάρος του Έλληνα καταναλωτή».