Ο Σάμπυ Μιωνής, πρώην CEO της CMA, εξηγεί ποια είναι τα δεδομένα πίσω από την κατάθεση
Θα μπορούσε να είναι γνωστός ως ένας από τους πλέον επιτυχημένους διαχειριστές κεφαλαίων στην δύσκολη και απαιτητική Αγορά των hedge funds. Ή ακόμη ως ένας άνθρωπος ο οποίος, αφού κατάφερε να ξεπεράσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε, αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του αναζητώντας τις καταβολές των προγόνων του.
Όμως ο Σάμπυ Μιωνής, αν και συγκεντρώνει και τις δύο παραπάνω ιδιότητες, είδε το όνομά του να απασχολεί έντονα την επικαιρότητα όταν βρέθηκε στο επίκεντρο της δαιδαλώδους υπόθεσης που έχει στηθεί γύρω από το περιεχόμενο της λίστας Λάγκαρντ, υποδεικνυόμενος ως ο άνθρωπος – κλειδί που ανοίγει τις πόρτες για τις διαδρομές ύποπτου πολιτικού χρήματος.
Ποια είναι η πραγματικότητα πίσω από τις δοξασίες; Το σχολιάζει ο ίδιος μιλώντας προς την εφημερίδα Ναυτεμπορική.
Η δημοσίευση, στις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη, ονομάτων που περιλαμβάνονται στη λίστα Λαγκάρντ κατέγραψε, μεταξύ άλλων εγγραφών, μια πολύ μεγάλη κατάθεση ύψους 550 εκατ. δολαρίων σχετιζόμενη με την εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων Capital Management Advisors με έδρα τη Γενεύη με αναφορά στο όνομα της κας Μαρίας Παντελή εκ μέρους της εταιρείας. Ομως η εκρηκτική πολιτική διάσταση δόθηκε όταν δημοσιεύματα της ίδιας περιόδου, επικαλούμενα πηγές στο ΣΔΟΕ, ενέπλεξαν στην υπόθεση και συνέδεσαν με το λογαριασμό το όνομα της μητέρας, του πρώην πρωθυπουργού, Μαργαρίτας Παπανδρέου. Η αναφορά, προφανώς, προκάλεσε σάλο αλλά έως τώρα τίποτε δεν έχει επισήμως καταδειχθεί από την ερευνητική διαδικασία.
Ήταν η εποχή που ο κ. Μιωνής εμφανίστηκε στο προσκήνιο και θέλησε να δώσει στοιχεία σχετικά με την υπόθεση. Ο λόγος ήταν απλός. Επρόκειτο για έναν από τους ιδρυτές της CMA και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας η οποία το 2006 είχε πουληθεί στην EFG International Γενεύης. Ο κ. Μιωνής δήλωσε κατηγορηματικά ότι ούτε ο ίδιος γνωρίζει οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας Παπανδρέου ούτε ο λογαριασμός των 550 εκατ. δολαρίων έχει σχέση με οποιοδήποτε από αυτά. Όμως η αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως ακριβώς έχει, δεν ικανοποίησε τη διψασμένη για θεαματικές αποκαλύψεις επικαιρότητα.
O κ. Μιωνής είναι γόνος οικογένειας με σημαντική θέση στην ελληνική εβραϊκή κοινότητα, καθώς οι γονείς του και η γιαγιά του είναι επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών και στα 19 του πήρε υποτροφία για το πανεπιστήμιο Brandeis. Στη συνέχεια ανέλαβε διαχειριστής της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Donaldson και το 1998 ίδρυσε με συνεργάτες του τη Capital Management Advisors η οποία διακρίθηκε τη δεκαετία του 2000, ως μια από τις πλέον επιτυχημένες στη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν σε hedge funds. Το 2006 η εταιρεία πουλήθηκε έναντι αδρού τιμήματος και ο κ. Μιωνής έχοντας περάσει μια πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του, μετακόμισε στο Τελ Αβίβ όπου συνέχισε να δραστηριοποιείται, ως στέλεχος της CMA, σε επενδυτικές δραστηριότητες έως το Φεβρουάριο του 2009.
Η ύπαρξη της συγκεκριμένης εταιρείας και ο τρόπος που λειτουργούσε, όχι διαφορετικός από αυτόν αντίστοιχων άλλων εταιρειών της ίδιας κατηγορίας, είναι ο λόγος που τον εμπλέκει -όπως ο ίδιος εξιστορεί- με την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Η CMA είχε έδρα τη Γενεύη και γραφεία στη Νέα Υόρκη και τις Βερμούδες, καθώς και ένα back office στην Αθήνα. Η δομή της δεν είχε καμία σχέση με off shore εταιρείες αλλά επρόκειτο για ένα κλασικό fund of funds η επιτυχία του οποίου εκτιμήθηκε, δεόντως, στην τραπεζική αγορά αφού αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικής εξαγοράς. Μια απλή αναζήτηση, μέσω Google, αποκαλύπτει ότι ήταν μια γνωστή εταιρεία στην Ευρώπη και για αυτό το λόγο άλλωστε εξαγοράστηκε κάτι που δεν συνέβη με όλα τα funds of funds.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για να εξαγοραστεί η CMA από μια εισηγμένη στο ελβετικό χρηματιστήριο επιχείρηση υπέστη ελέγχους από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, το ελβετικό χρηματιστήριο, καθώς και εσωτερικούς – εξωτερικούς ελεγκτές της τράπεζας που έκανε την εξαγορά. Οσο για την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά της ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τη διετία 2006-2007 συνεισέφερε το 17% των καθαρών κερδών της τράπεζας με μόλις 30 υπαλλήλους έναντι 2.000 που ήταν στο σύνολο.
Η CMA είχε, κυρίως, θεσμικούς πελάτες. Διαχειριζόταν πριν από μερικά χρόνια 3,2 δισ. δολάρια, ποσό που δεν μαζεύεις εύκολα από ιδιώτες. Είχε πελάτες όπως η Banco Espirito Santo της Πορτογαλίας, η Generali της Ιταλίας, η γαλλική Societe General, η HSBC, η GP Morgan , η Royal Bank of Canada, γιατί την εποχή που ξεκίνησαν τα fund of funds στην Ευρώπη η αγορά ήταν στο ξεκίνημά της και οι μεγάλες τράπεζες δεν είχαν ακόμη δικά τους εσωτερικά τμήματα για το συγκεκριμένο τομέα οπότε διατηρούσαν εξωτερικές συνεργασίες. Υπήρχαν και ιδιώτες πελάτες οι οποίοι ήταν κάτοχοι μεριδίων των funds της CMA αλλά αυτοί δε ήταν γνωστοί στην εταιρεία, καθώς αγόραζαν μερίδια της UBS η οποία εμφανιζόταν ως μεριδιούχος.
Το πώς εμπλέκονται πρόσωπα και εταιρείες στο λογαριασμό που έχει καταγραφεί στη λίστα Λαγκαρντ αποτελούν στοιχεία της καθημερινότητας των συναλλαγών που γίνονται στη διεθνή αγορά των αμοιβαίων. Ο συγκεκριμένος λογαριασμός χαρακτηρίζεται από τρεις beneficiary ή official owners που είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση η CMA Limited funds of funds, η ΒΝP Paribas για λογαριασμό της οποίας η CMA διαχειριζόταν ένα αμοιβαίο κεφάλαιο και η αμερικανική Hansard International, επίσης πελάτης, της CMA. Πέρα από τους owners, ωστόσο, υπάρχουν καταγεγραμμένοι στο λογαριασμό και όσοι έχουν δυνατότητα πρόσβασης, μέσω Internet, ώστε για λογαριασμό της διαχειρίστριας εταιρείας να μπορούν να ελέγχουν τις κινήσεις του λογαριασμού. Τέτοιου είδους χρήστης του λογαριασμού internet user ήταν η κα Μαρία Παντελή και δύο ακόμη υπάλληλοι της CMA, όπως ο κ. Μιωνής εξηγεί.
Ο τέταρτος χρήστης με ιδιότητα Internet User ήταν υπάλληλος της εταιρείας ο οποίος είχε τον κομβικό ρόλο του fund administrator. Πρόκειται για την εταιρεία η οποία εκδίδει τα μερίδια του αμοιβαίου προς τους μεριδιούχους, αυτός ο οποίος ασχολείται με τις εξαγορές των μεριδίων, αυτός ο οποίος είναι σε επαφή με τον ορκωτό λογιστή, αυτός ο οποίος κάνει την αποτίμηση μαζί με τον ορκωτό λογιστή του fund και το στέλνει σε επενδυτές κάθε μήνα.
Fund administrator company στην περίπτωση της CMA ήταν η Custom House Group, μια ανεξάρτητη αναγνωρισμένη ιρλανδική εταιρεία η οποία ουσιαστικά έχει τον ρόλο να διασφαλίζει στους επενδυτές του fund ότι όλα λειτουργούν καλώς και προς όφελός τους. Καθώς η CMA ήταν εισηγμένη στο ιρλανδικό χρηματιστήριο ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες λειτουργίας και να υπόκειται στους ελέγχους που διενεργεί ο fund administrator ο οποίος εξετάζει και την προέλευση των κεφαλαίων που επενδύονται.
«Δεν υπάρχει τίποτα μυστηριώδες ή απόρρητο στη συγκεκριμένη διαδικασία. Πρόκειται για τον τρόπο που λειτουργεί η παγκόσμια βιομηχανία των αμοιβαίων κεφαλαίων. Το ΣΔΟΕ θα μπορούσε πολύ εύκολα να ζητήσει τη δικαστική συνδρομή της Ιρλανδίας για να ανοίξει το μετοχολόγιο του fund και να διαπιστώσει ότι αυτό περιλαμβάνει τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και pension funds», αναφέρει ο κ. Μιωνής.
Ο λογαριασμός εμφανίστηκε στο ελληνικό τμήμα της λίστας διότι η Μαρία Παντελή είχε τότε ως τόπο κατοικίας της την Ελλάδα. Δικαιούχος λοιπόν του λογαριασμού που εμφανίζεται στην περίφημη λίστα ήταν η CMA, καθώς, όπως προβλέπει η νομοθεσία, τα χρήματα των αμοιβαίων είναι κατατεθειμένα σε τράπεζα θεματοφύλακα, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση στην HSBC. Κανένα φυσικό πρόσωπο, ούτε η Μαρία Παντελή ούτε ο Σάμπυ Μιωνής δεν ήταν ιδιοκτήτες του λογαριασμού, αφού δικαιούχοι των 550 εκατ. δολαρίων ήταν το αμοιβαίο κεφάλαιο και οι μεριδιούχοι του. «Η εμφάνισή μου ως δικαιούχου των 550 εκατ. είναι ανάλογη του ισχυρισμού ότι ο διευθύνων σύμβουλος μιας τράπεζας είναι και δικαιούχος των καταθέσεων της τράπεζας», σχολιάζει ο κ. Μιωνής.
Σήμερα ο ίδιος παρουσιάζει έντονη συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι της νέας του πατρίδας, του Ισραήλ έχοντας και το ρόλο του εκπροσώπου του ισραηλινού στρατού. Πιστεύει ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και η έκταση που έχει πάρει οφείλεται στο γεγονός ότι στοχοποιείται, λόγω του ότι, είναι νέος και επιτυχημένος επιχειρηματίας αλλά και λόγω των πολιτικών του επιλογών που τον έχουν φέρει σε αντιπαράθεση με συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες.
Ο ίδιος δηλώνει ότι προφανώς είναι έτοιμος να καταθέσει στην ελληνική δικαιοσύνη οτιδήποτε του ζητηθεί σχετικά με την υπόθεση της λίστας. Ωστόσο έως σήμερα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο.