Για τα επισφαλή της δάνεια «πέφτοντας» στα 15 σεντς
Όταν πριν από περίπου έναν χρόνο η θυγατρική της Citibank στην Ελλάδα πωλούσε ένα χαρτοφυλάκιο επισφαλών δανείων της σε υποψήφιους αγοραστές (κυρίως distress funds) ζητούσε περί τα 35 σεντς το δολάριο, «για να τα δώσει». Επέμενε μάλιστα ότι αυτή ήταν η εύλογη τιμή και δήλωνε ανυποχώρητη στα παζάρια.
Λίγους μήνες μετά (ούτε έξι, για την ακρίβεια), αναγκάστηκε να βάλει νερό στο κρασί της και να ρίξει την τιμή στα 15 σεντς, θεωρώντας ότι «τα χάριζε». Ωστόσο και πάλι το ενδιαφέρον από την αγορά όσων ασχολούνται με το συγκεκριμένο… ευγενές άθλημα, επέμενε ότι «το πακέτο είναι ακριβό» και ότι «σύντομα θα πέσει κι άλλο». Και δυστυχώς για την Citi, δικαιώθηκαν. Σήμερα, τα δάνεια αυτά πωλούνται στην τιμή των 3 σεντς (σσ τουλάχιστον αυτό μεταφέρθηκε στην Deal, από συνήθως καλά ενημερωμένη πηγή) και μάλλον φαίνεται ότι βρήκαν, επιτέλους, αγοραστή. Πρόκειται για ένα αμερικανικό fund, αυτής της κατηγορίας (των distress, δηλαδή), από τα πολλά που κυκλοφορούν τους τελευταίους μήνες πέριξ της πλατείας Συντάγματος, «σαν τα κοράκια» όπως επιτυχώς χαρακτηρίσθηκαν, ψάχνοντας για ευκαιρίες. Ο λόγος αφορά στο Baupostbank, το οποίο, μέχρι σήμερα, έχει χτυπήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, την πόρτα άλλων δύο τραπεζών, για τον ίδιο σκοπό. Καθόλου περίεργο, θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος που γνωρίζει την κατάσταση στα δανειακά χαρτοφυλάκια των περισσότερων εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα τελευταία, σχεδόν στο σύνολο τους έχουν κάνει ράιτ οφ σε ικανό αριθμό δανείων τους, και τα έχουν βγάλει προς πώληση. Αυτή η διαδικασία προηγήθηκε και στην περίπτωση του πακέτου που διαπραγματεύεται σήμερα η Citibank. Το συνολικό του ύψος υπολογίζεται σε κάτι λιγότερο από ένα δισ. ευρώ, αν και το νούμερο ακούγεται λίγο υπερβολικό, ενώ στο σύνολο τους, τα δάνεια αυτά προέρχονται από την κατηγορία των καταναλωτικών, που ήταν και τα πιο επιρρεπή στο «κοκκίνισμα» εξ αρχής. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει μια σημαντική διευκρίνιση. Προς το παρόν, τουλάχιστον, η αμερικανική τράπεζα δεν πουλά τίποτα άλλο από «Ελλάδα».
Στο Λονδίνο
Άλλωστε, τα καλά δάνεια της έχει φροντίσει να τα μεταφέρει στο Λονδίνο, εδώ και αρκετούς μήνες. Βεβαίως, ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό των ευρωπαικών headquarters στο Λονδίνο, ένας συνολικός απεγκλωβισμός της Citi από το ελληνικό «πρόβλημα», όμως, η πράξη από τις προθέσεις, συνήθως, απέχει πολύ. Για παράδειγμα, η μητρική θα συζητούσε ευχαρίστως μια σοβαρή πρόταση για το κομμάτι του retail ή ό,τι έχει απομείνει απ αυτό τέλος πάντων, «πακέτο» με το δίκτυο και τις καταθέσεις, που οι περισσότερες έχουν τη μορφή επενδυτικών προϊόντων. Όμως, τέτοια πρόταση έχει να φανεί στον ορίζοντα κάτι χρόνια. Ενδεχόμενο δε να προκύψει προσεχώς κάτι καλό μάλλον δεν υπάρχει. Άλλωστε, μια τέτοια μεταβίβαση δεν θα είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Μόνο οι νέες συμβάσεις που θα πρέπει να υπογραφούν με τους ξένους οίκους, οι οποίοι είναι συνεκδότες των επενδυτικών προιόντων, αποτελεί από μόνο του έναν καλό λόγο για να αποφεύγουν όλοι τη διαδικασία.
Tα «καλά» της
Αντιθέτως, δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται το γεγονός πως ό,τι κι αν γίνει η Citibank θα κρατήσει τα τρία κερδοφόρα της κομμάτια στην Ελλάδα. Εν προκειμένω, ο λόγος αφορά: α) στις συναλλαγές με το Δημόσιο (μόνο από τις αποκρατικοποιήσεις που θα βγουν αναμένεται να προκύψει καλό κέρδος), β) στις χορηγήσεις προς τη ναυτιλία (η οποία παρά την κρίση, κρατάει) και γ) στις δανειοδοτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων (όπου η Citibank, κατά κοινή ομολογία, κατόρθωσε να κρατήσει ένα καλό χαρτοφυλάκιο, ακόμα και μέσα στην κρίση). Εννοείται πάντως πως όλα έχουν μια τιμή, η οποία αν βρεθεί, διαπραγματεύεται. Αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες, κάτι τέτοιο φαντάζει από δύσκολο έως – σχεδόν – ακατόρθωτο. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι θα προσπαθήσει να «σπρώξει» το λεγόμενο stress bank και να κρατήσει το άλλο κομμάτι. Κι αυτό όμως θα φανεί στην πράξη σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Xρ. Bασιλειάδης
Oι κινήσεις του πρώην
Ο κ. Χρ. Βασιλειάδης από τη στιγμή που αποχώρησε από τη θέση του επικεφαλής της Citibank στην Ελλάδα, στράφηκε στο κομμάτι που όλοι βλέπουν ότι θα έχει πεδίο δόξης λαμπρό τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας. Σύστησε μια εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στο κομμάτι των επενδύσεων σε τομείς, κλάδους και εταιρίες – ευκαιρία.
Πως οριοθετείται αυτό; Είναι απλό. Αν μια επιχείρηση έχει καλά φανταμένταλς, αλλά δεν έχει αρκετό ρευστό, τη «βοηθάς» και εν ευθέτω χρόνω σου το ανταποδίδει πολλαπλά.
Αυτή τη στιγμή, τρεις τουλάχιστον παράγοντες, που προέρχονται από τον τραπεζικό κλάδο, δραστηριοποιούνται σε αυτό το κομμάτι, είτε μέσω νεοσύστατων εταιριών, είτε μέσω funds, τα οποία φιλοδοξούν να μετεξελιχθούν σε τράπεζες – μπουτίκ. Πώς; Εξασφαλίζοντας μια άδεια ειδικού σκοπού. Για παράδειγμα, μια τέτοια έχει στη διάθεση της η Credit Agricole. Προέρχεται από μια ελληνική θυγατρική της εταιρία, η οποία λειτουργούσε στο πλαίσιο του γκρουπ της Εμπορικής και τώρα, με την αλλαγή του status, μάλλον, της περισσεύει. Η CA ευχαρίστως θα την πουλούσε, αν δεν είχε αντίρρηση βεβαίως η Τράπεζα της Ελλάδας. Από την Alpha Bank, πάντως, η οποία εξαγόρασε τον όμιλο Εμπορικής, έχει πάρει το σχετικό πράσινο φως…