Μάχη για την εξασφάλιση 14 δισ. για την περίοδο 2014-2020
Η ελληνική κυβέρνηση δίνει τη μεγάλη μάχη από χθες στις Βρυξέλλες για να πετύχει την όσο το δυνατόν μικρότερη μείωση των κοινοτικών κονδυλίων από το νέο πρόγραμμα της περιόδου 2014-2020.
Με βάση την πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χ.Β.Ρομπάι η Ελλάδα αναμένεται να πάρει συνολικά 28,5 δις ευρώ (12 δις για τα διαρθρωτικά ταμεία και 16,5 δις για τη γεωργία) από 39,3 δις (20,6 δις για τα διαρθρωτικά ταμεία και 18,7 δις για το γεωργικό τομέα) της περιόδου 2007-2013, που σημαίνει απώλειες της τάξης των 11 δις ευρώ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση που έχει υποστεί η χώρα σε επίπεδο κοινοτικών πόρων. Στο τρέχον Δ’ ΚΠΣ, που ανήλθε στα 20,4 δις ευρώ η Ελλάδα είχε επίσης υποστεί μείωση κατά 5 δις περίπου, σε σχέση με τα 25 δις ευρώ του Γ’ ΚΠΣ.
Η περαιτέρω μείωση της κοινοτικής χρηματοδότησης αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση ως «απώλεια οξυγόνου» για την παραπαίουσα ελληνική οικονομία που έχει βυθιστεί στην ύφεση για έκτη συνεχή χρονιά. Και αυτό την πιο κρίσιμη στιγμή, καθώς στερεί από τη χώρα πόρους απόλυτα απαραίτητους για να προχωρήσουν οι όποιες προσπάθειες στοιχειώδους ανάκαμψης.
Το πόσο εξαρτάται η πορεία της ελληνικής οικονομίας από τους κοινοτικούς πόρους, είναι προφανές αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η χώρα μας από το 1988 μέχρι σήμερα έχει πάρει πάνω από 110 δις ευρώ στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ποσό αυτό, που ξεπερνά το μισό ΑΕΠ, αφορά πόρους που προήλθαν τόσο από τα διαρθρωτικά προγράμματα, όσο και από την Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Αν γυρίσουμε ακόμη πιο πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, από τα κοινοτικά ταμεία έχουν έρθει στην Ελλάδα ως επιδοτήσεις για επενδύσεις και δάνεια πάνω από 150 δις ευρώ, χωρίς να προσμετρώνται οι αγροτικές επιδοτήσεις της πρώτης εποχής. Τα 125 δισ. ευρώ προέρχονται από τα διαρθρωτικά ταμεία (ΚΠΣ πριν και ΕΣΠΑ τώρα) και τα 25 δισ. ευρώ από δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Έτσι, παρά τα γνωστά προβλήματα με τη χαμηλή απορροφητικότητα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης αποτέλεσαν την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης της χώρας μέχρι και σήμερα.
«Χρυσή δεκαετία» για τις κοινοτικές ενισχύσεις στην Ελλάδα ήταν η περίοδος 1990-1999 όταν αυτές αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση στο 4,2% του ΑΕΠ της χώρας. Σε κάποιες περιόδους μάλιστα οι κατά κεφαλήν απολήψεις της Ελλάδας υπήρξαν διαχρονικά σχεδόν οι υψηλότερες έναντι του συνόλου των κρατών-μελών της ΕΕ.
Το κοινοτικό χρήμα άρχισε να ρέει από την εποχή των ΜΟΠ (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα), της δεκαετίας του ’80 μέσω των οποίων έγινε η πρώτη προσπάθεια περιφερειακής ανάπτυξης. Όσα κονδύλια δεν απορροφήθηκαν εντάχθηκαν στο Α’ Κ.Π.Σ, (1989-1993) το γνωστό και ως «πακέτο Ντελόρ», που περιλάμβανε 12 τομεακά και 13 περιφερειακά προγράμματα με προϋπολογισμό που έφτανε τα 13,9 δις ecu.
Η Ελλάδα κατάφερε ως ένα βαθμό να απορροφήσει τα χρηματοδοτικά κονδύλια που δόθηκαν με εμφανή αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών. Τα κεφάλαια που δεν απορροφήθηκαν εντάχθηκαν στο Β’ Κ.Π.Σ (δεύτερο «πακέτο Ντελόρ») 1994-1999, με προϋπολογισμό 21 δις ecu, το οποίο αποτέλεσε την μεγαλύτερη αναπτυξιακή παρέμβαση διαρθρωτικού χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας δράσεις ενίσχυσης όλων των κατηγοριών υποδομής, κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις, ανάπτυξη δικτύων παροχής επιχειρηματικών ιδεών, δράσεις για την εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα κ.ά.
Από τότε άρχισαν να μπαίνουν αυστηρότεροι κοινοτικοί κανόνες, και αν και πάλι ένα μέρος των κονδυλίων δεν απορροφήθηκε, η αναπτυξιακή ώθηση για τις περισσότερες από τις 13 Περιφέρειες υπήρξε σημαντική, καθώς κατάφεραν να ξεπεράσουν το μέσο κοινοτικό όρο.
Το Γ’ ΚΠΣ 2000-2006, προϋπολογισμού 25 δις ευρώ, σηματοδοτήθηκε από την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και την υλοποίηση των μεγάλων ολυμπιακών έργων. Περιλάμβανε 25 επιχειρησιακά προγράμματα και 4 κοινοτικές πρωτοβουλίες, ενώ προτεραιότητα δόθηκε στα «έργα- γέφυρες», που αφορούσαν όσα βρίσκονταν σε εκκρεμότητα από το Β’ Κ.Π.Σ. Στόχος ήταν η προώθηση της πραγματικής σύγκλισης καλύπτοντας την αναπτυξιακή διαφορά της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Όλα αυτά αναδεικνύουν την ουσία της μάχης που δίνεται από χτες στις Βρυξέλλες, με την Ελλάδα να έχει απέναντι όχι μόνο τις πλούσιες χώρες του Βορρά που θέλουν να πληρώνουν λιγότερα, αλλά και τις «συμπάσχουσες» λόγω κρίσης χώρες του Νότου –Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία-, όπως και αυτές της ανατολικής Ευρώπης που διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από την ούτως ή άλλως περιορισμένη πίττα.
Ο στόχος της κυβέρνησης για αύξηση 1+1 δις
Με βασικό στόχο την αύξηση των κονδυλίων για την Ελλάδα από τα 12 δις στα 14 δις ευρώ προσήλθε στη Σύνοδο Κορυφής η ελληνική αντιπροσωπεία. Το 1 δις αφορά την Αττική η οποία λόγω της κρίσης έχει πληγεί ιδιαίτερα όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το άλλο 1 δις τις λεγόμενες «ενδιάμεσες περιφέρειες» που θα επωφεληθούν από τον «συντελεστή ευημερίας» που χρησιμοποιείται για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών πόρων.
Παράλληλα υπάρχουν προσδοκίες για πρόσθετα κονδύλια από την πρόταση Ρομπάι σχετικά με τη σύσταση ενός χρηματοδοτικού μέσου με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας για τους νέους κάτω των 25 ετών, με δεδομένο ότι η Ελλάδα πλέον έχει τα μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας σε όλες τις κατηγορίες.
Βασικός καμβάς της ελληνικής στρατηγικής είναι η άμεση σύνδεση του επόμενου κοινοτικού πακέτου με τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιτυχία του μνημονίου. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερα κονδύλια εισπράξει η Ελλάδα από το επόμενο ΕΣΠΑ τόσο μεγαλύτερη ανάπτυξη θα έχει και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες για να καταστεί βιώσιμο το χρέος της, καθώς υπολογίζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Το «χαρτί» που ρίχνει στο τραπέζι η Ελλάδα αφορά ουσιαστικά τον κίνδυνο για νέο «κούρεμα» του χρέους, που προβάλλει έντονα ύστερα από τις διαδοχικές άστοχες εκτιμήσεις της Τρόικας και του ΔΝΤ. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση παίζει η μελέτη της εταιρείας συμβούλων Roland Berger που έχει διαμορφώσει εναλλακτικά σενάρια με την εξέλιξη του ΑΕΠ και του δημοσίου χρέους ανάλογα με τα κονδύλια που θα εισπράξει η Ελλάδα από το ΕΣΠΑ.
Από τα σενάρια προκύπτει ότι αν οι κοινοτικές ενισχύσεις για την επόμενη περίοδο διατηρούνταν στο επίπεδο των 20,4 δις ευρώ αυτό θα οδηγούσε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 33-46 δις ευρώ και στη δημιουργία 147.000-203.000 νέων θέσεων εργασίας και στη μείωση του δημοσίου χρέους κατά 3,8%-5,2% το 2020, διευκολύνοντας σημαντικά την επίτευξη του στόχου της βιωσιμότητας του.