Δριμύτατη κριτική στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας πολύ σοβαρούς προβληματισμούς σχετικά με τις επιλογές της τελευταίας περιόδου, άσκησε από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος η βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Σοφία Σακοράφα.
«Εμείς θεωρώ ότι όχι απλώς δεν κάνουμε όσα πρέπει για να εδραιώσουμε την αξιοπιστία μας, αλλά πολλές φορές κάνουμε πράγματα που μας καθιστούν αναξιόπιστους», είπε χαρακτηριστικά η κυρία Σακοράφα, προκαλώντας «κραδασμούς» στην Κουμουνδούρου.
Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε τον Αλέξη Τσίπρα ότι επέδειξε θρησκευτική λατρεία προς τον Ομπάμα, επισημαίνοντας παράλληλα ότι υπάρχει ιδεολογικό έλλειμμα και έλλειψη αξιοπιστίας στο κόμμα της Αριστεράς.
«Στη δε συνάντηση με το ΔΝΤ το στίγμα υπήρξε μάλλον στρεβλό, αφού αντί να βγει προς τα έξω η υπαναχώρηση του ΔΝΤ ως προς το μνημόνιο, βγήκε προς τα έξω μια θρησκευτικού τύπου λατρεία προς τον Ομπάμα και τις αξίες του αμερικανικού έθνους» τόνισε σε μια παρέμβαση που γίνεται την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να θεσμοποιήσει τη διαγραφή στελεχών στο νέο ενιαίο κόμμα, πράγμα που μέχρι στιγμής ήταν αντίθετο στη λογική των συνιστωσών».
Η ομιλία της κ. Σακοράφα
«Η πίεση του χρόνου με αναγκάζει να γίνω επιγραμματική. Θέλω να κάνω μια εκ βαθέων πολιτική εξομολόγηση και αμέσως μετά να επιχειρήσω την αναλογία της. Έχω χάσει λίγο την μπάλα. Αυτή είναι η πολιτική μου εξομολόγηση.
Η αναλογία είναι ότι εάν σε μένα συμβαίνει κάτι τέτοιο, πολύ φοβάμαι ότι για το λαό αυτό μεταφράζεται σε ένα αίσθημα πολιτικής απογοήτευσης.
Και πιστεύω, αλλά και γνωρίζω, στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω, ότι υπάρχει ένας κόσμος που δηλώνει και είναι απογοητευμένος από μας. Και θα επιχειρήσω να εξηγήσω το γιατί, μέσα στη δυσκολία των λίγων λεπτών.
Γύρω μας διαλύεται το σύμπαν. Κυριολεκτώ, χωρίς καμία υπερβολή, διαλύεται το σύμπαν. Οι δε μήνες που έρχονται θα είναι οι σκληρότεροι μήνες που έχουμε ζήσει εδώ και 40 χρόνια. Θαρρώ ότι σε αυτή τη δραματική συγκυρία ο λαός μας έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από εμάς και θεωρώ διαφορετικές απαιτήσεις από αυτό που κάνουμε.
Πρώτα από όλα σε επίπεδο ηγετικών στελεχών και κόμματος. Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή που ο λαός μας δεν εμπιστεύεται έναν ηγέτη ή ένα πολιτικό χώρο μέχρι αυτοί να φανούν αναξιόπιστοι. Παρά εμπιστεύεται έναν ηγέτη ή έναν πολιτικό χώρο αφού πρώτα αποδείξουν ότι είναι αξιόπιστοι.
Εμείς λοιπόν θεωρώ ότι όχι απλώς δεν κάνουμε όσα πρέπει για να εδραιώσουμε την αξιοπιστία μας, αλλά πολλές φορές κάνουμε πράγματα που μας καθιστούν αναξιόπιστους.
Αναξιόπιστους με την έννοια τόσο της πολιτικής ασυνέχειας του λόγου μας, όσο και της πολιτικής ασυνέπειας στις πράξεις μας.
Πολύ επιγραμματικά αναφέρω : όχι σε αυτές καθαυτές ίσως τις συναντήσεις κορυφής που επιχειρεί ο σύντροφος Πρόεδρος, αλλά κυρίως στα πολιτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτές.
Στη συνάντηση Πέρες αποτύχαμε να δώσουμε στίγμα. Στη συνάντηση στο ευρωπαικό κοινοβούλιο δώσαμε ένα στίγμα εξαιρετικά μαλακό, χαρακτηρίζοντας το πρόγραμμα που ακολουθεί η χώρα μας αδύναμο. Στη συνάντηση με Σόιμπλε δε βγήκε ξεκάθαρο στίγμα στην ελληνική κοινωνία. Στη δε συνάντηση με το ΔΝΤ το στίγμα υπήρξε μάλλον στρεβλό, αφού αντί να βγει προς τα έξω η υπαναχώρηση του ΔΝΤ ως προς το μνημόνιο,
βγήκε προς τα έξω μια θρησκευτικού τύπου λατρεία προς τον Ομπάμα και τις αξίες του αμερικανικού έθνους. Μια αγιοποίηση δηλαδή του αμερικάνικου καπιταλισμού, η οποία δημιουργεί τα εξής ιδεολογικά και τακτικά προβλήματα. Το ιδεολογικό πρόβλημα. Είναι άλλο να λες ότι στην ανταγωνιστική σύγκρουση του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού καπιταλισμού θα συμμαχήσω ακόμη και με το διάολο, προκειμένου εκμεταλλευόμενος τις αντιθέσεις, αλλά και τις επιδιώξεις ενός εκάστου, να κερδίσω λύσεις για το λαό μου.
Και είναι διαφορετικό να αγιοποιείς τη μητρόπολη που παρήγαγε και εξήγαγε την κρίση και στην Ευρώπη.
Γιατί η πρώτη τοποθέτηση επιθετικά εκμεταλλεύεται τις καπιταλιστικές αντιθέσεις.
Η δεύτερη όμως ενεργητικά υποτάσσεται στον έναν πόλο, μετατρέποντας τον κιόλας όχι σε τακτικό, αλλά σε στρατηγικό σύμμαχο.
Το τακτικό πρόβλημα που προκύπτει, αφορά σε μια πλήρη διάσταση με την προεκλογική δυναμική μας.
Η δυναμική μας βασιζόταν πάνω στην αναμφισβήτητη διαπραγματευτική μας ισχύ.
Και αυτή η ισχύς δεν πήγαζε μόνον μέσα από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δε χρωστούσε πουθενά.
Πήγαζε κατά κύριο λόγο μέσα από τον εγγενή φόβο που τρέφουν οι πυλώνες του ευρωπαικού και δυτικού κατεστημένου απέναντι σε κάθε τι αριστερό.
Αυτός ακριβώς ο φόβος, ο πολιτικός φόβος εννοώ, σε μια σκληρή διαπραγμάτευση είναι ίσως το πιο σημαντικό εργαλείο, μαζί εννοείται με την πολιτική βούληση, που μπορεί να έχει μια κυβέρνηση της αριστεράς.
Εμείς αυτήν την πολιτική υπεραξία τη μετατρέπουμε προς τα έξω σε εύσημα κυβερνησιμότητας, προς τα μέσα σε δηλώσεις νομιμότητας.
Και εξηγώ.
Το προς τα έξω κομμάτι.
Όλες οι συναντήσεις πήραν το χαρακτήρα, ενώ πραγματικά πιστεύω ότι δεν τον είχαν, του καλού πολιτικού χώρου, που δίνει τις εξετάσεις του … σε ποιους ; στους δανειστές του, στους τοκογλύφους τους, ώστε να προαχθεί σε εν δυνάμει κυβέρνηση.
Το προς τα μέσα κομμάτι. Ξεκινώντας από την βίλα Αμαλία και μετά στο Mall βρεθήκαμε απολογούμενοι προς τους άνομους να δηλώνουμε τη νομιμότητά μας. Βρεθήκαμε απολογούμενοι προς τους πραγματικούς τρομοκράτες να δηλώνουμε φιλειρηνικοί. Βρεθήκαμε απολογούμενοι προς τους τραμπούκους που έδωσαν απλόχερη ασυλία στον Καλαμπόκα, να δηλώνουμε ότι σεβόμαστε την ανθρώπινη ζωή.
Βρεθήκαμε απολογούμενοι σε αυτούς που έκαναν κουρελόχαρτο το σύνταγμα, σε αυτούς που με συνοπτικές διαδικασίες κατέλυσαν δημοκρατικούς θεσμούς και δημοκρατικά κεκτημένα να δηλώνουμε πίστη στη δημοκρατία.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Σε μια τέτοια συγκυρία είναι απολύτως λογικό δίπλα μας ο θυμός, η οργή και η αγανάκτηση να καίει το σύμπαν.
Είναι επίσης ερμηνεύσιμο κάποιοι χώροι να έχουν μια λογική ακραίας σύγκρουσης. Είναι επίσης αναμενόμενες και οι προβοκάτσιες. Το πρόβλημα όμως της οργής λύνεται αλλιώς. Δεν λύνεται με δηλώσεις που θεοποιούν την κοινωνική γαλήνη, παρά με κινηματικές διαδικασίες, διαδικασίες που πριονίζουν το κλωνάρι πάνω στο οποίο κάθεται η τρόικα εσωτερικού. Τότε μόνον μιλάμε για ανατροπή…
Η ιστορία της απεργίας στο μετρό, για να μην πάω πιο πίσω στην ιδιωτικοποίηση ας πούμε της ΑΤΕ, που δεν άνοιξε μύτη, μας βρήκε τελείως απροετοίμαστους.
Ξέρετε τι λέει ένα email που μου στείλανε, το οποίο εν πρώτοις, μπορεί να φανεί αφελές, στη βάση του όμως δεν είναι.
Πού ήταν τα δεκάδες χιλιάδες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα; Γιατί δε βρέθηκαν στο αμαξοστάσιο εκείνο το βράδυ; Κι εγώ να ρωτήσω με τη σειρά μου. Ας πούμε λοιπόν ότι αυτά αποτελούν τη χρυσή εφεδρεία -με πολλές ενστάσεις προσωπικές- αλλά ας πούμε ότι είναι η χρυσή εφεδρεία για κάποια άλλη πιο ώριμη στιγμή. Γιατί δε βρεθήκαμε συντονισμένα 500 στελέχη από την προηγούμενη εκεί, ώστε να μετατρέψουμε το θέμα της επιστράτευσης σε μείζον πολιτικό θέμα, σε μείζον ζήτημα για τη δημοκρατία, σε μείζον ζήτημα για την ελευθερία και όχι σε πόλεμο ανάμεσα σε κυβέρνηση και συνδικαλιστές.
Και το λέω αυτό ως παράδειγμα γιατί κάποια στιγμή πρέπει να πολιτικοποιήσουμε τη σύγκρουση.
Δε φτάνει η βουλή, δε φτάνουν οι δηλώσεις, δε φτάνουν οι ανακοινώσεις και τα δελτία τύπου.
Στο δρόμο πολιτικοποιείται η σύγκρουση, γιατί εκεί αναπτύσσεται το κίνημα.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, που η σύγκρουση προσλαμβάνει χαρακτήρα κοινοβουλευτικό μόνον ή ρητορικό μόνον, η όποια εξέλιξη δε χαρακτηρίζεται σαν ανατροπή, αλλά σαν διαδοχή, που όπως πολύ καλά καταλαβαίνουμε όλοι, όπως καταλαβαίνει ο λαός μας θα έχει πενιχρά αποτελέσματα, ακόμη και εάν έχουμε τις καλύτερες των προθέσεων.
Πάω πολύ γρήγορα στο πρόβλημα της προβοκάτσιας ή στο ζήτημα χώρων με μια ακραία πρακτική σύγκρουσης.
Αυτό σύντροφοι δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Εάν τούτη η κυβέρνηση έχει απέναντί της δέκα εικοσάρηδες που πυροβολούν τα γραφεία της ΝΔ, ΝΑ ΦΥΓΕΙ.
ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΑΠΟΤΥΧΕΙ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΓΓΥΗΘΕΙ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΗΣ.
Εάν έχει προβοκατόρικους μηχανισμούς, όπως πολύ εύκολα έχει αποδείξει στην πατρίδα μας η ιστορία, εμείς να περάσουμε στην επίθεση, αφού είναι στο πολιτικό dna του λαού μας, είναι κομμάτι της ιστορικής του μνήμης, ότι τούτο το τραμπουκικό σχήμα με τους κένταυρους και τους τσεκουροφόρους μπορεί πολύ εύκολα να επαναλάβει όχι απλώς την ιστορία του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Σεβόμενη το χρόνο δεν μπορώ να προχωρήσω παραπέρα.
Πρέπει όμως να πω κλείνοντας τρία πράγματα.
Το πρώτο αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε οπουδήποτε, αλλά όχι στους δρόμους, και ο ρόλος της αριστεράς τούτη την εποχή είναι να σφυρηλατεί συνειδήσεις για την ανατροπή, να σφυρηλατεί συνειδήσεις για τη στήριξη της μεταβατικής κυβέρνησης μας.
Το δεύτερο. Στο βαθμό που δε βρισκόμαστε στους δρόμους, εκεί όπου έχουμε τη δύναμη, τούτη η κυβέρνηση αξιοποιεί διαρκώς τη δική της δύναμη, την προπαγάνδα και τα ΜΜΕ.
Ας μην το βοηθάμε λοιπόν διατυπώνοντας θόλο ή στογγυλεμένο πολιτικό λόγο, λόγο νοικοκυρεμένο και καθώς πρέπει.
Νοικοκυρεμένοι, υποταγμένοι και με ευθύνη απέναντι στο σύστημα είναι αυτοί.
Εμείς έχουμε ευθύνη μόνον απέναντι στο λαό, υποτασσόμαστε μόνον σε αυτόν, αλλά παράλληλα τον θέλουμε δραστήριο στην αντίστασή του, ριζοσπαστικό στις θέσεις του και μαχητικό στις πρακτικές του.
Επιπλέον ας μην βοηθάμε την κυβέρνηση διατυπώνοντας θέσεις που δεν απηχούν παρά την προσωπική μας άποψη.
Μετά τις προσωπικές αυτές απόψεις τις κάνουν παντιέρα και αντί να μιλάμε για το δάσος που καίγεται, απολογούμαστε για το δεντράκι που φύτρωσε.
Το τρίτο και τελειώνω συντρόφισσες και σύντροφοι.
Βρισκόμαστε σε ανθρωπιστική κρίση. Όλες οι ενέργειες και οι δράσεις μας πρέπει να είναι ενταγμένες μέσα στο μέγεθος αυτής της κρίσης, όπως επίσης και οι πολιτικές μας πρωτοβουλίες πρέπει να τη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη.
Το ζήτημα της κατάθεσης μιας σοβαρής και ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης σήμερα δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει επίσης με τρόπο σοβαρό και ολοκληρωμένο το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Γιατί η παραγωγική ανασυγκρότηση σε κάθε περίπτωση είναι το plan A.
Προσπάθησα να τρέξω ζητήματα που θέλουν πολλή ώρα να αναλυθούν, με την έννοια αυτή απλώς κατέθεσα ένα στίγμα.
Ένα στίγμα ανησυχίας, προβληματισμού, αγωνίας, αλλά κυρίως τεράστιας προσδοκίας από εμάς και τις δυνατότητές μας.
Και το καταθέτω εδώ μέσα στο όργανό μας, όπως πρέπει να γίνεται και όπως αρμόζει σε σοβαρές ανησυχίες, προβληματισμούς, αγωνίες, αλλά και προσδοκίες”.