Συνεχίζεται σε έντονο βαθμό η ανησυχία περί του εάν το ισχυρό ευρώ αποτελέσει, τελικά, τροχοπέδη στην οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης, με το Βερολίνο να υψώνει τους τόνους, επιμένοντας για ισοτιμίες που καθορίζονται από τις αγορές και όχι από πολιτικά κίνητρα, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για μια νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση από τη συνεχή ρευστότητα που διοχετεύουν οι κεντρικές τράπεζες.
Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για μεταρρυθμίσεις και βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, υπογράμμισε σε δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα Bild ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Οι δηλώσεις του Ευρωπαίου κεντρικού τραπεζίτη αποτελούν έμμεση σύσταση προς την Ευρωζώνη, να μην εμπλακεί στον πόλεμο των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων που έχει αρχίσει η Ιαπωνία, με τις πολιτικές πιέσεις για περαιτέρω αποδυνάμωση του γιεν.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, επικαλούμενη εμπιστευτικές πληροφορίες, εκφράζονται έντονες ανησυχίες μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ μήπως η περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ δεν επιτρέψει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να ανακάμψουν από την ύφεση μέσω αύξησης των εξαγωγών, εγκυμονώντας νέους κινδύνους για την Ευρωζώνη.
Ο κ. Ντράγκι χαρακτήρισε ως σημαντική την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας, στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής, τονίζοντας ωστόσο πως οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν και οι μεταρρυθμίσεις να επιταχυνθούν.
Η πρόσφατη άνοδος του ευρώ σε υψηλά 14 μηνών (πάνω από το 1,37) έναντι του δολαρίου και σε υψηλά 33 μηνών έναντι του γιεν είχε οδηγήσει σε φραστική παρέμβαση της ΕΚΤ την προηγούμενη εβδομάδα, καταφέρνοντας να περιορίσει τα κέρδη του ενιαίου νομίσματος.
«Θέλουμε να αξιολογήσουμε εάν η ανατίμηση του ενιαίου νομίσματος, εφόσον συνεχιστεί, έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την αξιολόγησή μας για τη σταθερότητα των τιμών», επανέλαβε ο κ. Ντράγκι σε προχθεσινές του δηλώσεις, διευκρινίζοντας ότι η ΕΚΤ θα αναλύσει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τον οικονομικό αντίκτυπο από ένα ισχυρό ευρώ στη συνεδρίαση της ΕΚΤ το Μάρτιο.
Οι εκκλήσεις ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών -και κυρίως της Γαλλίας- για συντονισμένες ενέργειες συγκράτησης του ευρώ σκοντάφτουν στις αντιρρήσεις της Γερμανίας, που τάσσεται κατά των παρεμβάσεων στις αγορές συναλλάγματος.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προειδοποίησε χθες για τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, εάν οι μεγάλες οικονομίες συνεχίσουν να «πλημμυρίζουν» την παγκόσμια οικονομία με ρευστότητα, αναφερόμενος εμμέσως στη νομισματική πολιτική που ασκεί η Fed και η ιαπωνική κεντρική τράπεζα.
«Δεν θα καταφέρουμε να αποφύγουμε την επόμενη κρίση, όπως η κρίση του 2008, εάν συνεχιστεί η διοχέτευση χρήματος στην οικονομία», δήλωσε ο κ. Σόιμπλε σε συνάντηση με μέλη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Αξιωματούχος της γερμανικής κυβέρνησης σε δηλώσεις του στο Reuters τόνισε ότι οι χώρες του G20 θα πρέπει να ταχθούν υπέρ συναλλαγματικών ισοτιμιών που καθορίζονται από τις αγορές και όχι από πολιτικά κίνητρα, υιοθετώντας τη θέση των χωρών-μελών του G7.
«Οι συζητήσεις περί συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν πρέπει να θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θα συνεχίσουμε να απευθύνουμε έκκληση (κατά τη σύνοδο του G20) για περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε Ευρωζώνη, Ευρώπη και σε διεθνές επίπεδο», δήλωσε ο αξιωματούχος, διατηρώντας την ανωνυμία του.
Εξάλλου, η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας -της χώρας που θα φιλοξενήσει τη διήμερη συνάντηση των αξιωματούχων του G20 στη Μόσχα- απηύθυνε έκκληση για κοινές προσπάθειες στην επίτευξη παγκόσμιας ανάπτυξης, καλώντας τις χώρες να μη στραφούν σε κινήσεις προστατευτισμού και συναλλαγματικές υποτιμήσεις.
«Συμμεριζόμαστε την άποψη του G7», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κεντρικής τράπεζας Αλεξέι Ουλιουκάγιεφ, αναφερόμενος στο ανακοινωθέν του G7 για ισοτιμίες που καθορίζονται από τις αγορές.
«Έχουμε πει περισσότερο από μια φορά ότι οι μονόπλευρες δράσεις σε ένα σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο, είναι αντιπαραγωγικές», δήλωσε ο κ. Ουλιουκάγιεφ. Ομως ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, Σεργκέι Στόρτσακ, δήλωσε ότι είναι σημαντικό που η Ιαπωνία δεν παρενέβη στις αγορές συναλλάγματος για την αποδυνάμωση του γιεν.
Κατά των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων τάχθηκε και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ενώ ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μέρβιν Κιγκ εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του από τις προσπάθειες ορισμένων χωρών -κυρίως της Ιαπωνίας- να προσδώσουν διαφορετική ερμηνεία στο ανακοινωθέν του G7.
«Όταν οι χώρες λαμβάνουν μέτρα νομισματικής πολιτικής για την τόνωση της ανάπτυξης θα υπάρξουν συνέπειες και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, στις οποίες θα πρέπει να επιτραπεί ελεύθερη διακύμανση», δήλωσε ο κ. Κιγκ.