«Η υγιής κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, κατά το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, τού επέτρεψε να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στους κραδασμούς της τελευταίας τριετίας», επισημαίνει ο Παύλος Μυλωνάς, γενικός διευθυντής Στρατηγικής & Δραστηριοτήτων Εξωτερικού της Εθνικής Τράπεζας, σε άρθρο του στην έκδοση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με θέμα «Το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2011 και 2012».
Όπως εκτιμά ο κ. Μυλωνάς, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ, η εξομάλυνση των πιέσεων στην καταθετική βάση και η σταδιακή αναπλήρωση των απωλειών θα είχε πολλαπλασιαστικά επωφελές αποτέλεσμα σε όρους στήριξης της πραγματικής οικονομίας, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο αυξανόμενης χρηματοδότησης και διατήρησης της οικονομικής ανάπτυξης.
«Δεδομένου του εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος, οι ελληνικές τράπεζες προέβησαν σε μικρή μόνο μείωση του υφιστάμενου υπολοίπου των δανείων τους με την καθαρή ροή χρηματοδότησης προς την οικονομία να είναι αρνητική από το 2010 (σωρευτική μείωση περίπου -12 δισ. ευρώ την περίοδο 2010- 5μηνο:2012), ήτοι περίπου 4,6% του συνολικού χαρτοφυλακίου χορηγήσεων. Η έντονη αβεβαιότητα και η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος του ιδιωτικού τομέα σε συνδυασμό με την προσδοκία για περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων μεσοπρόθεσμα, περιόρισαν σημαντικά τη ζήτηση για δάνεια, ακόμη και από ποιοτικούς πελάτες, αποτελώντας βασικό ερμηνευτικό παράγοντα της μείωσης των χορηγήσεων», επισημαίνει ο κ. Μυλωνάς.
Αναφέρει δε πως η συνολική πορεία των χορηγήσεων, ειδικά όσον αφορά τα νοικοκυριά, αντανακλά τόσο τις πιο περιοριστικές πιστωτικές συνθήκες όσο και τη σημαντική συρρίκνωση της ζήτησης. Ειδικά, επισημαίνει, όσον αφορά τις επιχειρηματικές χορηγήσεις οι τράπεζες συνέχισαν τη χρηματοδότηση των υφιστάμενων πελατών τους και προέβησαν σε εκτεταμένες ρυθμίσεις δανείων, αποφεύγοντας να μειώσουν σημαντικά την έκθεσή τους ακόμη και σε κλάδους που βίωναν δραματικές συνέπειες από την κρίση.
Παράλληλα, κατάφεραν να αυξήσουν την καθαρή ροή δανείων προς εξωστρεφείς κλάδους, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και τμήματα της μεταποίησης.
Η συνολική ροή χρηματοδότησης προς τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας τα τελευταία 2,5 χρόνια ήταν οριακά αρνητική (-3.9 δισ. ευρώ ή 3,0% του χαρτοφυλακίου επιχειρηματικών δανείων) γεγονός αξιοσημείωτο, αν συνεκτιμηθεί η δραματική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία την ίδια περίοδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγχώρια ζήτηση στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 19% σε σταθερές τιμές μεταξύ αρχών 2009 και 1ου τριμήνου 2012, η βιομηχανική παραγωγή κατά 21% την ίδια περίοδο και η αξία των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων περισσότερο από 70%, αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Μυλωνάς και προσθέτει ότι η σχετική ανθεκτικότητα του υφιστάμενου υπολοίπου συνολικών χορηγήσεων προς την οικονομία αντανακλά και ένα σημαντικό ποσοστό ρυθμίσεων (περίπου 800.000 δάνεια λιανικής έχουν ρυθμιστεί), ενώ τα δάνεια σε καθυστέρηση υπερβαίνουν το 16% του συνολικού χαρτοφυλακίου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κ. Μυλωνά, οι συνολικές ρυθμίσεις δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα εκτιμάται ότι ξεπερνούν πλέον το 11% του δανειακού χαρτοφυλακίου, ενώ οι τράπεζες χρειάστηκε να σχηματίσουν 18 δισ. ευρώ νέων προβλέψεων έναντι επισφαλών απαιτήσεων την τελευταία τριετία (με τις συνολικές προβλέψεις να υπερβαίνουν το 10% των δανείων) για να εξασφαλιστούν έναντι της εκτιμώμενης αύξησης των δανείων σε καθυστέρηση κατά σχεδόν 30 δισ. ευρώ (από τις αρχές του 2009 έως και το 1ο τρίμηνο του 2012).
Η σημαντική αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση -που αντιστοιχούσαν σε περίπου 18%, του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων στα τέλη του 1ου τριμήνου του 2012 συγκριτικά με 5,3% το 2008- μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με το μέγεθος της ύφεσης, τη σημαντική μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος του ιδιωτικού τομέα και την αύξηση της ανεργίας κατά 13,4%, στο 22,6% το 1ο τρίμηνο του 2012, συγκριτικά με 9,5% το 2009.