Την αποτυχία των μέτρων που έχει επιβάλει η Ε.Ε. στην χώρα των Άλπεων προκειμένου να ανακάμψει από την τραπεζική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί, επισημαίνει το άρθρο του Στέφανο Τζιαντίν, στην ηλεκτρονική έκδοση του ιταλικού περιοδικού «L’ Espresso».
Στη δίνη της χρεοκοπίας βρίσκεται η Σλοβενία, “καθώς οι αυστηρές πολιτικές που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επιδεινώσει την κατάσταση” γράφει στην εισαγωγή του ο Τζιαντίν “ενώ στην ήσυχη χώρα των Άλπεων ξεσπούν απεργίες και διαδηλώσεις ενάντια σε όλα τα κόμματα”.
Η Σλοβενία υπήρξε μια χώρα-πρότυπο οικονομικής διαχείρισης, με καλή διακυβέρνηση που συνδύαζε τον καπιταλισμό με το κράτος πρόνοιας σκανδιναβικού τύπου: “Ένα μοντέλο που ανταμείφθηκε με την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ το 2004, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της χώρας έκανε το μεγάλο βήμα προς το ενιαίο νόμισμα. Καιροί μακρινοί εκείνοι της ανάπτυξης με μέσο ετήσιο ρυθμό στο 4 τοις εκατό, ο οποίος έχει ανατραπεί από την παγκόσμια κρίση”.
Τώρα, η χώρα είναι η έκτη κατά σειρά υποψήφια να ζητήσει τη βοήθεια των Βρυξελλών για να σώσει τις τράπεζες της.
Οι αριθμοί μιλούν για ανεργία στο 12 τοις εκατό και για μια μακρά ύφεση που άρχισε το 2009 με πτώση του ΑΕΠ κατά 8%. “Ένας ‘οικονομικός τίγρης’ με κομμένα νύχια που θα γίνει η μόνη χώρα της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και το 2013”, σημειώνει ο συντάκτης.
Όπως και στην Ισπανία, κατά της διάρκεια της οικονομικής έκρηξης ο τραπεζικός τομέας της Σλοβενίας “αναπτύχθηκε πολύ επιθετικά, με σημαντικά δάνεια προς στην κτηματομεσητική αγορά”, εξηγεί ο Τίμοθι Ας, επικεφαλής του τμήματος αναπτυσσόμενων αγορών της λονδρέζικης τράπεζας Standard.
Όμως, αυτή η αγορά χτυπήθηκε ιδιαίτερα από την κρίση αφήνοντας τρύπες στους προϋπολογισμούς των τραπεζών, οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντίθετα με άλλες ανατολικές χώρες, έχουν ως κύριο μέτοχο τους το Κράτος.
Όταν οι τράπεζες της Σλοβενίας, “είχαν ανάγκη να ανακεφαλαιοποιηθούν ήδη από το 2012 ” συνεχίζει ο Ας, “το κόστος της διαδικασίας βάρυνε το Κράτος”, ως μια μικροσκοπική εκδοχή της “περίπτωσης της Ιρλανδίας”.
Μέχρι στιγμής, η Σλοβενία δεν έχει ζητήσει τη βοήθεια της Ευρώπης σαν το Δουβλίνο, καθώς μέχρι πρόσφατα υπήρχαν ελπίδες η χώρα να τα καταφέρει μόνη της και να λύσει ανεξάρτητη τα προβλήματα της, με πολιτική βούληση και σταθερότητα.
“Η Σλοβενία βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση όπως άλλες χώρες της Ε.Ε., ιδιαίτερα στην ευρωζώνη”, εξηγεί ο Μακς Τατζνικαρ, ένας από τους κορυφαίους σλοβένιους οικονομολόγους: “Ακολουθούμε μια οικονομική πολιτική αποτυχημένη εξ ολοκλήρου, την οποία υπαγορεύουν οι Βρυξέλλες. Τα μέτρα λιτότητας δεν απέδωσαν καρπούς στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιταλία αλλά ούτε κι εδώ. Θα ήμουν αισιόδοξος, αλλά μόνο αν αλλάζαμε ριζικά την οικονομική μας πολιτική”.
Αλλά, οι αυστηρές πολιτικές και οι άγριες αλλαγές με σκοπό τη μείωση του χρέους, έχουν απομονώσει την κυβέρνηση και την έχουν βάλει στο στόχαστρο όχι μόνο εξαιτίας της λιτότητας, αλλά εξαιτίας και φορολογικών σκανδάλων που αποκαλύφθηκαν από την εθνική επιτροπή ενάντια στη διαφθορά και περιλαμβάνουν και την αρχηγό της αντιπολίτευσης.
Ως αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί στις 8 Φεβρουαρίου η μεγαλύτερη κίνηση διαμαρτυρίας που έχει γνωρίσει η χώρα με τη συμμετοχή μόνο στη Λουμπλιάνα, 20 χιλιάδων διαδηλωτών -αριθμός σημαντικός για μια χώρα 2 εκατομμυρίων κατοίκων- οι οποίοι διαμαρτύρονταν ήδη από τον Νοέμβριο ενάντια “στις πολιτικές ελίτ της αριστεράς και της δεξιάς”, ενάντια στη “διάχυτη διαφθορά” και ενάντια “στα μέτρα λιτότητας”.
Όμως ο πρωθυπουργός Γιάνεζ Γιάνσα, χαρακτήρισε του διαδηλωτές “αριστερούς φασίστες” και δήλωσε με πεποίθηση: “Μετά από μένα ο γκρεμός”, καθώς αν πέσει η κυβέρνηση, “η Σλοβενία θα καταλήξει στην ακυβερνησία η οποία μοιραία θα φέρει την πτώχευση”.
Ωστόσο, τα λόγια του είναι αμφίβολο αν θα σταματήσουν τα συλλαλητήρια και τις απεργίες, ενώ στην επόμενη συγκέντρωση στις 9 Μαρτίου στη Λουμπλιάνα αναμένεται να κατέβουν πολύ περισσότεροι από 20 χιλιάδες διαδηλωτές. Και μέχρι τότε είναι επίσης “αμφίβολο αν ο Γιάνσα θα μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία έχοντας με το μέρος του μόνο το ένα τρίτο των βουλευτών και μόλις το 20 τοις εκατό των ψηφοφόρων οι οποίοι ονειρευόντουσαν να μοιάσουν στην Αυστρία”, καταλήγει το άρθρο.
Πηγή: e-go.gr