Σε «συμπληγάδες» κινείται η Ιταλία, εδώ και μία εβδομάδα, από τη στιγμή που η κάλπη δεν έδωσε καθαρό αποτέλεσμα και η προοπτική κυβερνητικού συνασπισμού δεν φαίνεται πιθανή -τουλάχιστον προς το παρόν.
Το πολιτικό αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί, δεν προκαλεί ανησυχίες μόνο στο εσωτερικό της Ιταλίας, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση το μέλλον των μεταρρυθμίσεων, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση και θα μπορούσε να ξαναζήσει μία αναζωπύρωση της κρίσης χρέους.
Πολύ περισσότερο, η ψήφος των Ιταλών επαναφέρει στο προσκήνιο τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζει ο δοκιμαζόμενος ευρωπαϊκός Νότος, κάτι που αναγκάστηκαν να ομολογήσουν μετά τις ιταλικές εκλογές κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης.
Η πολιτική κρίση στη Ρώμη φοβίζει τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, εξαιτίας του μεγέθους της ιταλικής οικονομίας που, με ΑΕΠ της τάξης των 1,6 τρισ. ευρώ, είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη και μία από τις επτά μεγαλύτερες βιομηχανικά ανεπτυγμένες του πλανήτη. Η ιταλική αγορά κρατικού χρέους είναι η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο, μετά την αμερικανική και την ιαπωνική και με ένα κρατικό χρέος που υπερβαίνει τα 2 τρισ. ευρώ.
Η Ιταλία εκπροσωπεί περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης και γι’ αυτό θεωρείται υπερβολικά μεγάλη για να διασωθεί από τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Μία αναδιάρθρωση του ιταλικού χρέους θα αποδεικνυόταν καταστροφική, καθώς θα οδηγούσε την Ευρωζώνη σε βαθιά ύφεση και θα πυροδοτούσε παγκόσμια αστάθεια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), μία διάσωση της Ιταλίας θα έφθανε το δυσθεώρητο ποσό των 600 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο θα ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί και για το λόγο αυτό εξετάστηκαν -σε επίπεδα εργασίας- διαφορετικές επιλογές, μεταξύ των οποίων πιθανή κοινή δράση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στην οποία το ΔΝΤ θα ήταν εγγυητής.
Οι συνέπειες της λιτότητας
Το ζητούμενο όλων είναι η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει, να δώσει νέα πνοή σε μία οικονομία, η οποία έχει παγιδευτεί σε ύφεση από το τρίτο τρίμηνο του 2011. Πέρυσι συρρικνώθηκε κατά 2,4%, ενώ φέτος εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί περαιτέρω κατά 1%. Εφαρμόζοντας τη γνωστή συνταγή λιτότητας, η κυβέρνηση τεχνοκρατών, υπό τον Μάριο Μόντι, μείωσε τις κρατικές δαπάνες κατά περίπου 3% και τις δημόσιες επενδύσεις κατά 8%.
Προώθησε, παράλληλα, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Με την πολιτική της, πέτυχε να επαναφέρει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο υπαγορευόμενο από τις Βρυξέλλες επίπεδο του 3% και να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%.
Εκτίναξε, ωστόσο, παράλληλα το δημόσιο χρέος από το 120,8% του ΑΕΠ το 2011 στο 127% στα τέλη του περασμένου έτους. Και οι παρενέργειες δεν σταμάτησαν εκεί. Το εισόδημα των Ιταλών επέστρεψε στα επίπεδα του 1986 και η ανεργία σκαρφάλωσε τον Ιανουάριο στο 11,7%, τα υψηλότερα επίπεδα από το 1992, με το ποσοστό στην ηλιακή ομάδα 15-24 να ανέρχεται στο 38,7%. Ο συνδυασμός συρρίκνωσης των εισοδημάτων και καλπάζουσας ανεργίας έχει ως αποτέλεσμα να «βουλιάξουν» οι καταναλωτικές δαπάνες και να υπονομεύεται κάθε προσπάθεια ανάκαμψης.
Σύμφωνα με έκθεση της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας και του Πανεπιστημίου της Βερόνα, τα νέα δεδομένα επιβαρύνουν περισσότερο τους πολίτες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’70 και είναι σήμερα περίπου 40 ετών. Υπολογίζεται ότι αυτοί θα πληρώσουν στη ζωή τους 50% υψηλότερους φόρους (ως ποσοστό του εισοδήματός τους) από τους εξηντάρηδες, ενώ θα λάβουν 50% χαμηλότερα κοινωνικά επιδόματα.
Σήμερα ο φόρος για ετήσιο εισόδημα 30.000 ευρώ είναι 38%, όταν πριν από δύο δεκαετίες ήταν 25%. Μία σειρά νέων φόρων, όπως αυτός της ακίνητης περιουσίας, αύξησαν πέρυσι τη λεγόμενη «δημοσιονομική πίεση» (φόροι και ασφαλιστικές εισφορές ως ποσοστό του ΑΕΠ) στο 44%, στα υψηλότερα επίπεδα τουλάχιστον από το 1990, όταν η ιταλική στατιστική υπηρεσία Istat άρχισε να συγκεντρώνει τέτοιου είδους στοιχεία.
Οι προκλήσεις
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ιταλικό ΑΕΠ, προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό, ήταν, το 2012, χαμηλότερο από αυτό του 2001, ενώ συνολικά την τελευταία δεκαετία έχει αναπτυχθεί με τους βραδύτερους ρυθμούς στην Ευρωζώνη.
Το στοιχείο αυτό καταμαρτυρεί ότι τα προβλήματα της ιταλικής οικονομίας, αν και επιδεινώθηκαν σαφώς τα τελευταία χρόνια, έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν. Μεταξύ αυτών, όπως έχει επισημάνει στις ετήσιες εκθέσεις της η Τράπεζα της Ιταλίας, είναι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η χαμηλή αποδοτικότητα του δημοσίου τομέα, μία «διογκωμένη» τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και η χαμηλή παραγωγικότητα.
Πρόκειται για χρόνιες «ασθένειες», που δεν επιδέχονται γρήγορες και εύκολες θεραπείες, και επομένως η αντιμετώπισή τους θα πρέπει, όπως επισημαίνουν οικονομολόγοι, να συνοδεύονται από πιο άμεσου χαρακτήρα αναπτυξιακά μέτρα.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί και στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζει τα οξύτατα προβλήματα του ισπανικού. Οπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα διεξαγάγει, την άνοιξη, «τεστ αντοχής» στις τράπεζες, προκειμένου να επισημάνει πιθανούς κινδύνους και να διακριβώσει τις κεφαλαιακές ανάγκες.
Οι ιταλικές τράπεζες έχουν, πάντως, περάσει με απόλυτη επιτυχία τα αντίστοιχα τεστ της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής και, αν και έχουν δεχθεί ισχυρότατες πιέσεις στην κερδοφορία τους, δεν εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Μοναδική παραφωνία, η περίπτωση της Monte dei Paschi, η οποία βρέθηκε στη δίνη οικονομικού σκανδάλου, με αποτέλεσμα να διατεθούν 4 δισ. ευρώ για τη διάσωσή της.
Ιστορία με… ουρά
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιταλία βρίσκεται σε τέτοιο πολιτικό αδιέξοδο, δεδομένου ότι έχει μακρά παράδοση περιόδων ακυβερνησίας και παράδοξων κυβερνητικών συμμαχιών και είναι αποδεδειγμένο ότι στις εκλογές στη χώρα αυτή μπορούν να συμβούν τα πάντα.
Πριν ακόμη από τις εκλογές, είχε αρχίσει να τρομάζει τους Ευρωπαίους η αυξημένη δημοτικότητα του Σίβλιο Μπερλουσκόνι και σε αυτόν ακριβώς το φόβο οφείλονται οι πιέσεις και οι παρεμβάσεις Ευρωπαίων πολιτικών, ειδικά από τη Γερμανία, που καλούσαν τον ιταλικό λαό σε μία ψήφο ικανή να διασφαλίσει τη σταθερότητα και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Τα ειρωνικά σχόλια και οι πιέσεις συνεχίστηκαν και την επομένη των εκλογών, δυναμιτίζοντας την κατάσταση. Επειδή, ωστόσο, σύντομα οι Ευρωπαίοι εταίροι συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο, έριξαν τους τόνους, επιλέγοντας αντ’ αυτού να εκφράσουν την εμπιστοσύνη απέναντι στο αίσθημα ευθύνης των πολιτικών δυνάμεων στην Ιταλία και ότι η πολιτική κρίση θα ξεπεραστεί σύντομα.
Ευάλωτη η Ρώμη στις επιθέσεις των Αγορών
Η ψήφος κατά της λιτότητας θέτει την Ιταλία εκτός του «οχυρού» που έχει υψώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα γύρω από την Ευρωζώνη, αφήνοντας τη Ρώμη ευάλωτη στις επιθέσεις των αγορών. Το εκλογικό αποτέλεσμα της προηγούμενης εβδομάδας αφήνει ελάχιστες προοπτικές για τη δημιουργία μιας σταθερής με προσανατολισμό στις μεταρρυθμίσεις κυβέρνησης, εκθέτοντας τα τρωτά σημεία του αμυντικού προγράμματος αγοράς ομολόγων που είχε παρουσιάσει η ΕΚΤ τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Αυτή η «αχίλλειος πτέρνα» θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα αναζωπύρωση της κρίσης.
Η παρουσίαση του προγράμματος παρέμβασης στις αγορές ομολόγων, σε συνδυασμό με τη δέσμευση του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη του ευρώ, οδήγησε σε αποκλιμάκωση των πιέσεων προς τα κρατικά ομόλογα των περιφερειακών χωρών, ώστε ακόμη και οι πιο επιφυλακτικοί να διακηρύσσουν ότι τα χειρότερα έχουν παρέλθει.
Η παγίδα όμως έγκειται στο γεγονός ότι ο κ. Ντράγκι είναι μεν έτοιμος να κάνει ό,τι χρειάζεται, εντός όμως των ορίων που επιτρέπει το καταστατικό της ΕΚΤ: η χώρα που θα ζητήσει την παρέμβαση της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά -για να αγοράσει τα ομόλογά της- θα πρέπει να συναινέσει σε πρόγραμμα με προϋποθέσεις μείωσης του δημοσίου χρέους.
Αλλά οι Ιταλοί απέρριψαν το πρόγραμμα λιτότητας του Μάριο Μόντι στις εκλογές της 24ης-25ης Φεβρουαρίου, οι οποίες δεν έδωσαν σε κανένα κόμμα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εγείροντας τον κίνδυνο παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Το πολιτικό αδιέξοδο στην Ιταλία έχει προκαλέσει νευρικότητα στις αγορές. Το κόστος δανεισμού της Ρώμης έχει αυξηθεί σημαντικά, επηρεάζοντας και τα κρατικά ομόλογα της Ισπανίας, φέροντας τη Μαδρίτη πιο κοντά στο «κατώφλι» του μηχανισμού στήριξης. Αλλά ο φόβος μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε απληστία, εάν οι επενδυτές διαισθανθούν ότι η Ιταλία είναι απροστάτευτη.
Η ιταλική οικονομία σε αριθμούς
Ιταλικό ΑΕΠ: 1,6 τρισ. ευρώ
Δημόσιο χρέος: 2,014 τρισ. ευρώ ή 127% του ΑΕΠ
Μεταβολή ΑΕΠ 2012: -2,4%
Δημοσιονομικό έλλειμμα: 3% του ΑΕΠ
Κεφαλαιοποίηση εισηγμένων εταιρειών 431,471 δισ. δολάρια
Εξαγωγές: 483,3 δισ. δολάρια
Εργατικό δυναμικό: 25,28 εκατομμύρια
Ποσοστό ανεργίας: 11,7%
Ποσοστό του πληθυσμού κοντά στο όριο της φτώχειας: 25%
Πληθωρισμός: 2,4%