Η αβεβαιότητα στην ευρωζώνη ενισχύεται με καλπάζοντα ρυθμό, καθώς το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον τραπεζικό τομέα έχει κλονίσει σε βάθος την εμπιστοσύνη καταθετών – επενδυτών.
Είναι σαφές ότι στην παρούσα φάση έχει διαμορφωθεί στο μπλοκ των χωρών των ΑΑΑ (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Αυστρία) η άποψη ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να συνεχίσουν να επιβαρύνονται με τις ζημιές που προκύπτουν από τις αλόγιστες πρακτικές των τραπεζιτών.
Η Κύπρος φέρεται ότι υπήρξε το πεδίο εφαρμογής των ιδεών αυτών, που έχουν πέσει στο τραπέζι ήδη από τον Ιούνιο του 2012. Τότε ο αρμόδιος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ παρουσίασε την πρόταση Οδηγίας για τη «Θέσπιση Πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων» (Bank Recovery and Resolution Directive).
Στο επίκεντρο της κριτικής έχει βρεθεί το Βερολίνο. Η δημόσια εικόνα της Άνγκελα Μέρκελ (καθώς και του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα, διότι εμφανίστηκε να επιθυμεί με κάθε κόστος την τιμωρία της μικρής Κύπρου για παραδειγματισμό. Ωστόσο, έντονη ήταν η κριτική που ασκήθηκε προς το πρόσωπο του νέου προέδρου του Eurogroup, του υπουργού Οικονομικών της Ολλανδίας Γερούν Ντεϊσελμπλούμ.
Οι δηλώσεις Ντεϊσελμπλούμ
Ο ολλανδός πολιτικός, ο οποίος σύμφωνα με ανθρώπους που έζησαν τις δραματικές συνεδριάσεις του Eurogroup δεν διαθέτει το πολιτικό εκτόπισμα του προκατόχου του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ ώστε να μπορεί να λειτουργήσει εξισορροπιστικά, έδωσε μια συνέντευξη στους «Financial Times» και στο Reuters μετά την ολοκλήρωση του «κυπριακού μαραθωνίου» η οποία συζητήθηκε πολύ. Στελέχη της ΕΚΤ όπως ο Μπενουά Κερέ και ο αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης Εβαλντ Νοβότνι απέρριψαν την ιδέα ότι η κυπριακή περίπτωση είναι πρότυπο για μελλοντική εφαρμογή.
Ο κ. Ντεϊσελμπλούμ αναγκάστηκε, μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, να εκδώσει διευκρινιστική ανακοίνωση λέγοντας ότι η Κύπρος είναι «μια ειδική περίπτωση με εξαιρετικές προκλήσεις», καθώς και ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν «μοντέλα και πρότυπα» στο μέλλον σε ανάλογες περιπτώσεις.
Τι ακριβώς είπε όμως; Σύμφωνα με το ακριβές απόσπασμα της συνέντευξης που δημοσίευσε η έγκριτη βρετανική εφημερίδα, ο ολλανδός υπουργός Οικονομικών τόνισε: «Αν υπάρχει κίνδυνος σε μια τράπεζα, η πρώτη μας ερώτηση θα έπρεπε να είναι: τι θα κάνει η τράπεζα για αυτό; Τι μπορεί να κάνει για την ανακεφαλαιοποίησή της; Αν η τράπεζα δεν μπορεί να κάνει κάτι, τότε θα συνομιλήσουμε με τους μετόχους και τους ομολογιούχους. Θα τους ζητήσουμε να συνεισφέρουν στην ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας. Και εφόσον χρειαστεί, θα συνομιλήσουμε και με τους κατόχους μη εγγυημένων καταθέσεων».
Η άποψη του κ. Ντεϊσελμπλούμ, που είναι διάχυτη στις χώρες με πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ, είναι ότι όσοι «αναλάβατε τους κινδύνους, θα πρέπει να τους αντιμετωπίσετε. Και αν δεν μπορείτε, δεν θα έπρεπε να τους είχατε αναλάβει».
Προειδοποίησε δε ότι εφόσον οι τράπεζες βρεθούν σε δύσκολη θέση, η απάντηση δεν μπορεί να είναι να έρθουν οι φορολογούμενοι να τη βγάλουν από αυτή. Και δεν παρέλειψε να στείλει μήνυμα σε όσους αναμένουν ταχεία πρόοδο στο ακανθώδες ζήτημα της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
«Ο στόχος μας» εξήγησε «θα πρέπει να είναι να μη χρειαστεί να σκεφτούμε ποτέ την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Οι τράπεζες θα πρέπει, βασικά, να είναι ικανές να σώσουν εαυτούς ή τουλάχιστον να αναδιαρθρωθούν ή να ανακεφαλαιoποιηθούν μόνες τους, όσο το δυνατόν περισσότερο».
Η Οδηγία Μπαρνιέ
«Η τάση να μην πέφτει πλέον το βάρος της διάσωσης των τραπεζών στους ώμους των φορολογουμένων είναι σαφής στην Ευρώπη, με έμφαση στην αντιμετώπιση του ηθικού κινδύνου» σημειώνει κοινοτικός αξιωματούχος σε συνομιλία του με «Το Βήμα». Πέραν της Κύπρου, η τάση αυτή κατέστη ξεκάθαρη με τη σκληρή στάση που τήρησε ο ίδιος ο κ. Ντάισελμπλουμ κατά τη διάσωση της τράπεζας SNS Reaal στην Ολλανδία, όπου οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι μειωμένης εξασφάλισης (subordinated bondholders) σχεδόν έχασαν τα πάντα ώστε να περιοριστεί το κόστος για τους φορολογουμένους.
«Είτε μας αρέσει είτε όχι» προσθέτει ο κοινοτικός αξιωματούχος, «το συνολικό πλαίσιο συνδέεται με τη λογική των Γερμανών, αλλά και με τα επόμενα στάδια της τραπεζικής ένωσης. Ο σκοπός είναι ξεκάθαρος. Το Βερολίνο έχει ως γνωστόν υπαναχωρήσει από την αρχική, έστω απρόθυμη, στάση του υπέρ της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ESM η οποία υιοθετήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου 2012. Ο στόχος τώρα είναι μέσω των ενιαίων εποπτικών μηχανισμών, καθώς και μέσω της ομογενοποίησης των συστημάτων εξυγίανσης των τραπεζών, να κλείσει η τρύπα της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης».
Αυτή η λογική αντικατοπτρίζεται στην Οδηγία Μπαρνιέ και έτσι εξηγείται η δήλωση της εκπροσώπου του Σαντάλ Χιουζ, που μάλλον επεχείρησε να βάλει τα πράγματα στην κανονική τους διάσταση. Ο όρος-κλειδί είναι «το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα», γνωστός στα αγγλικά ως «bail in». Σε αυτή την πολυσέλιδη οδηγία προβλέπεται ότι εφόσον χρειαστεί να εφαρμοστεί το «bail in», οι τρεις κατηγορίες που πλήττονται είναι, με βάση την ιεράρχηση, οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι μη εγγυημένοι καταθέτες (όσοι δηλαδή διαθέτουν ποσά άνω των 100.000 ευρώ).
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση οδηγίας προβλέπει και εξαιρέσεις που αφορούν μεταξύ άλλων τις καταθέσεις ως 100.000 ευρώ, σε υποχρεώσεις προς εργαζομένους για μισθούς, συντάξεις, στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων κ.ά. Ωστόσο, το περιθώριο δράσης των αρμοδίων αρχών είναι αρκετά ευρύ, καθώς π.χ. αν ένα ασφαλιστικό ταμείο έχει επενδύσει τα χρήματά του σε ομόλογα, μετοχές κ.λπ. τότε θα μπορούσε να κληθεί να καταβάλει το σχετικό τίμημα σε περίπτωση «bail in».
Αυτό που επίσης πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η προσπάθεια που καταβάλλεται μέσω της Οδηγίας Μπαρνιέ είναι να μη φθάσει η κατάσταση σε μη αναστρέψιμο σημείο. Για τον λόγο αυτόν προβλέπονται διαδικασίες πρόληψης (prevention) και έγκαιρης επέμβασης (early intervention) ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα να έχουν καταρτίσει σαφή προγράμματα εξυγίανσης. Προβλέπεται δε ακόμη και η παύση της διοίκησης και ο διορισμός ειδικού μάνατζερ προτού καν μια τράπεζα βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Πέρα δε από τον μηχανισμό του «bail in» υπάρχουν συγκεκριμένες προβλέψεις για το σπάσιμο μιας τράπεζας σε «καλή» και «κακή».
Μετά την Κύπρο τι;
«Με περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, η αξία ενός ευρώ στην Κύπρο δεν είναι πλέον η ίδια με εκείνη ενός ευρώ σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα της ευρωζώνης. Ουσιαστικά, σημαίνει ότι ένα κυπριακό ευρώ δεν είναι ευρώ πια». Με τη φράση αυτή, ο αναλυτής του ινστιτούτου Bruegel Γκούντραμ Βολφ περιέγραψε άψογα την εικόνα της ευρωζώνης στη μετά την Κύπρο εποχή.
Το κλίμα στην ευρωζώνη, παρά την επιφανειακή ηρεμία που επικρατεί κατά διαστήματα, δεν είναι καλό. «Βασιλεύει η έλλειψη εμπιστοσύνης» σημειώνει στο «Βήμα» ευρωπαίος διπλωμάτης. Η απόφαση να πληγούν οι καταθέτες στην Κύπρο και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο έγινε έδειξε ότι υπήρχε μια διάθεση παραδειγματισμού. Ακόμη χειρότερα, αποκάλυψε για άλλη μια φορά την ασυμμετρία μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Επομένως, το πρόβλημα είναι πλέον πολιτικό.
Κοινοτικές πηγές σημειώνουν ότι υπάρχει μια αντίφαση. Από τη μία πλευρά, η Γερμανία ακολουθεί μια «άγαρμπη» πολιτική, κάτι που αναγνώρισε ακόμη και ο κ. Γιούνκερ που αποφεύγοντας το διπλωματικό τακτ δήλωσε ότι «φερθήκαμε στους Κυπρίους σαν γκάνγκστερ». Εμφανίζεται όμως ως η μόνη χώρα που διαθέτει μια στρατηγική. Αυτή βασίζεται στο μοντέλο της λιτότητας και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, το οποίο έχει διεισδύσει σε όλους τους αρμούς της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης που έχει διαμορφωθεί από την αρχή της κρίσης ως σήμερα. Ολες οι πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί φέρουν «γερμανική σφραγίδα»: Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ESM, Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, ο Νότος είναι ακέφαλος. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ μίλησε πάλι την Πέμπτη εναντίον της λιτότητας, αλλά στους διαδρόμους των Βρυξελλών αυτό που ψιθυρίζεται, πέραν της «ύποπτης» ταύτισης του κ. Ντεϊσελμπλούμ με το Βερολίνο, είναι η εξαφάνιση του Παρισιού από το προσκήνιο.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο αρθρογράφος των «Financial Times» Γκίντεον Ράχμαν, «ακόμη και οι Φινλανδοί έμοιαζαν να έχουν περισσότερο βάρος στη συζήτηση» στις συνομιλίες για την Κύπρο. Η εξήγηση είναι ότι οι Γάλλοι αισθάνονται απόλυτη αδυναμία να αντιπαρατεθούν με την Ανγκελα Μέρκελ. Ωστόσο, άλλη χώρα να εξισορροπήσει τη Γερμανία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή.
Η επόμενη κρίσιμη αναμέτρηση θα είναι η Σύνοδος Κορυφής του προσεχούς Ιουνίου, όταν θα πρέπει να συζητηθούν θέματα τραπεζικής ένωσης. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ίσως κάποιες χώρες να αποφασίσουν να… αντιμιλήσουν στο Βερολίνο, αν και αυτό μένει να αποδειχθεί.
Την ίδια στιγμή, διπλωματικές πηγές από τη γερμανική πρωτεύουσα αναφέρουν προς «Το Βήμα» ότι η ιδέα για μια «big bang» αλλαγή συνθηκών μάλλον εγκαταλείπεται. Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν και τα σχόλια της Ανγκελα Μέρκελ στη διάσκεψη της Τριμερούς Επιτροπής στις 15 Μαρτίου στο Βερολίνο.
Οι Γερμανοί εμφανίζονται να πιστεύουν ότι η κρίση στην ευρωζώνη, παρά την αναταραχή στην Κύπρο, βρίσκεται λίγο ως πολύ υπό έλεγχο. Κατανοούν ότι η Γαλλία και άλλες χώρες δεν επιθυμούν μια νέα συνθήκη, φοβούμενες κυρίως τις ωδίνες της επικύρωσης, ενώ ουδείς μπορεί να αγνοήσει τις επιπλοκές που θα μπορούσε να προκαλέσει το Λονδίνο σε μια τέτοια διαδικασία. Επιπλέον, καταλαβαίνουν ότι στενότερη πολιτική ένωση σημαίνει ότι θα πρέπει να βάλουν βαθύτερα «το χέρι στην τσέπη».
Αντίθετα, η γερμανική πλευρά μοιάζει να προτιμά τη λύση της υπογραφής συμβολαίων μεταξύ κρατών-μελών και Επιτροπής με σκοπό την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οσοι δεν τα εφαρμόζουν, θα υφίστανται κυρώσεις. Οσοι τα εφαρμόζουν, θα ανταμείβονται, μελλοντικά ακόμη και από έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης. Τα συμβόλαια αυτά ίσως απαιτήσουν ήσσονος σημασίας αλλαγή στη συνθήκη, αλλά προς το παρόν δεν τα αποδέχεται το Παρίσι. Οι Γάλλοι θεωρούν ότι το αντάλλαγμα θα πρέπει να είναι η «αμοιβαιοποίηση» (mutualisation) του χρέους, ίσως μέσω έκδοσης ευρωομολόγων.
«Φοβού το ΔΝΤ»
Η κατάσταση για τους Νοτίους γίνεται ακόμη δυσκολότερη εξαιτίας των πιέσεων που ασκούνται στην Κομισιόν. Σε αντίθεση με όσα πολλοί πιστεύουν, οι ισορροπίες και οι θέσεις της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων που σήμερα αναδεικνύουν σε μείζων δύναμη τη Γερμανία.
Επιπλέον, η κρίση στην Κύπρο αποκάλυψε την έντονη δυσφορία του Βερολίνου αλλά και του ΔΝΤ για τον ρόλο που διαδραμάτισε ο επίτροπος Ολι Ρεν στον οποίο, όπως κυκλοφορεί στις Βρυξέλλες, έχουν επιρριφθεί οι ευθύνες ότι βοήθησε τη Λευκωσία, τουλάχιστον στο πρώτο Eurogroup της 15ης Μαρτίου, να αποφύγει το υψηλό κούρεμα των μεγάλων καταθέσεων, με αποτέλεσμα να προκύψει η «απόφαση-έκτρωμα» που επέβαλε εισφορά και στις καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ.
Την ίδια στιγμή, είναι εμφανής και μια μεταβολή της στάσης του Ταμείου σε σχέση με τον ρόλο του στην ευρωζώνη. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό της Ντομινίκ Στρος-Καν, η Κριστίν Λαγκάρντ ακολουθεί κατά γράμμα τις εισηγήσεις της γραφειοκρατίας του ΔΝΤ. Αυτό έχει ως συνέπεια να εμφανίζεται ιδιαίτερα άτεγκτη έναντι κυρίως της Επιτροπής, με αποτέλεσμα σοβαρότατες αρρυθμίες στη λειτουργία της τρόικας στις χώρες υπό πρόγραμμα προσαρμογής, χωρίς πάντως αυτό να προκαλεί ενόχληση στη Γερμανία.
Σε αυτή τη συγκυρία, η γραφειοκρατία του ΔΝΤ εμφανίζεται να έχει υιοθετήσει τις ενστάσεις πολλών αναπτυσσομένων χωρών ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει διακριτική μεταχείριση υπέρ των ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό μειώνει, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, την αξιοπιστία του Ταμείου που πρέπει να κινείται με βάση τις δικές τους αρχές οι οποίες δίνουν έμφαση στη βιωσιμότητα του χρέους ως όρου για την παροχή οικονομικής βοήθειας. Επιπλέον, οι χώρες του «μπλοκ των Βορείων» θέλουν το ΔΝΤ να παραμείνει στην Ευρώπη ανεξαρτήτως του αν μελλοντικά θα προσφέρει χρήματα ή όχι.