Με την καταδίκη των πέντε εκ των οκτώ κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και των φυγόδικων Νίκου Μαζιώτη και Παναγιώτας Ρούπα και την επιβολή βαριών ποινών κάθειρξης, έπεσε η αυλαία της δίκης, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για την υπόθεση της οργάνωσης «Επαναστατικός Αγώνας».
Το δικαστήριο, μετά από πολύμηνη διαδικασία, κήρυξε αθώους λόγω αμφιβολιών, τους Σαράντο Νικητόπουλο και Κώστα Κάτσενο, των οποίων την ενοχή είχε ζητήσει ο Εισαγγελέας, αλλά και την Μαρία Μπεραχά, με ανάλογη εισαγγελική πρόταση, σύζυγο του Κώστα Γουρνά, ο οποίος όπως και το ζευγάρι Μαζιώτη -Ρούπα είχαν από την αρχή αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την οργάνωση.
Με την απόφασή του το δικαστήριο επέβαλε στους τρεις θωρούμενους ως διευθυντική ομάδα της οργάνωσης, Νίκο Μαζιώτη, Παναγιώτα Ρούπα και Κώστα Γουρνά συνολικές ποινές κάθειρξης 50 ετών στον πρώτο και 50 ετών και 6 μηνών στους άλλους δύο – εκτιτέα τα 25 έτη- κρίνοντάς τους ενόχους για συγκρότηση και συμμετοχή σε οργάνωση, απλή συνέργεια σε εκρήξεις, απόπειρα ανθρωποκτονίας, διακεκριμένες φθορές κ.α .
Στους άλλους δύο κατηγορούμενους, Χριστόφορο Κορτέση και Ευάγγελο Σταθόπουλο, που κρίθηκαν ένοχοι για συγκρότηση οργάνωσης, επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης, χωρίς αναστολή, 7 ετών στον πρώτο και 7,5 ετών στον δεύτερο.
Να σημειωθεί ότι με την πρότασή του ο Εισαγγελέας είχε ζητήσει την απαλλαγή από τη συμπληρωματική κατηγορία που αντιμετώπιζαν ως μέλη του «διευθυντηρίου» της οργάνωσης, τόσο ο Νίκος Μαζιώτης και η σύντροφός του Πόλα Ρούπα, όσο και ο Κώστας Γουρνάς, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «σε μία αναρχική οργάνωση δεν υπάρχει ιεραρχία» και επισημαίνοντας ότι από τη διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να δείχνουν την ύπαρξη ιεραρχίας.
Οι δύο απόντες από την δικαστική αίθουσα, Νίκος Μαζιώτης κι η σύντροφός του Πόλα Ρούπα, εξακολουθούν να παραμένουν άφαντοι εδώ και μήνες, αφού παραβίασαν τους περιοριστικούς όρους που τους επιβλήθηκαν, μετά τη λήξη του 18μηνου προσωρινής τους κράτησης.
Το ζευγάρι θέλησε να «απολογηθεί» δια επιστολών, που παρέδωσε στο δικαστήριο η υπεράσπιση τους, στις οποίες υπεραμύνονταν της επιλογής τους, όσον αφορά τον «Επαναστατικό Αγώνα».