Διευκρινίσεις για τους λόγους που δεν κρίθηκε σκόπιμη η απαγόρευση των ανοιχτών πωλήσεων (short selling) επί των μετοχών των υπό αποκρατικοποίηση εταιρειών, ενώ αποφασίστηκε να παραταθεί η υφιστάμενη απαγόρευση στον τραπεζικό κλάδο, δίνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με έγγραφό της που διαβιβάστηκε στη Βουλή, σε απάντηση σχετικής ερώτησης του βουλευτή της ΝΔ Γιάννη Μιχελάκη.
Όπως ειδικότερα αναφέρει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, «οι ανοιχτές πωλήσεις (short selling) αποτελούν ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο που συναντάται σε όλα τα σύγχρονα χρηματιστήρια και χρησιμοποιείται ευρέως από τους συναλλασσόμενους σε αυτά. Η διενέργεια ανοιχτών πωλήσεων στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που έδειξε ότι η επιβολή περιορισμών στις ανοιχτές πωλήσεις κατά την περίοδο 1.6.2009-1.6.2010 είχε περιορισμένη επίδραση στη διακύμανση των τιμών ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία και αγορά, την περίοδο που ακολούθησε».
Όπως, εξάλλου, επισημαίνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, από την 1η Νοεμβρίου 2012 τέθηκε σε εφαρμογή και ισχύει ο σχετικός Κανονισμός 236/2012 της Ε.Ε., που θέτει γενικής ισχύος διαδικασίες και όρια στις ανοιχτές πωλήσεις, καθώς επίσης και περιορισμούς στις αποκλίσεις της ασκούμενης πρακτικής μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., ενισχύοντας έτσι και τον ίδιο το θεσμό και την προστασία των επενδυτών και των αγορών.
«Επομένως, η εκ προοιμίου υιοθέτηση της άποψης ότι οι ανοιχτές πωλήσεις επιδρούν στην υποχώρηση των τιμών, χωρίς να προσμετρηθούν οι λοιποί παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των ως άνω τιμών, δεν στηρίζεται από τη διεθνή και ελληνική εμπειρία εφαρμογής», επισημαίνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Ειδικά για την απόφαση της 28.01.2013 ότι έχει αρθεί σε μεγάλο βαθμό η δυνητική απειλή για ελληνική οικονομία και συνεπώς δεν δικαιολογείται καθολική απαγόρευση των ανοιχτών πωλήσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διευκρινίζει ότι είχε ληφθεί και η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών.
Ειδικά όμως για τις τράπεζες αναφέρει ότι η υποχρεωτική διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών βρισκόταν σε εξέλιξη, με σημαντικές αβεβαιότητες. «Συνεπώς, η άρση της απαγόρευσης των ανοιχτών πωλήσεων στον τραπεζικό κλάδο θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της διακύμανσης των τιμών, η οποία με τη σειρά της θα επηρέαζε την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Εν όψει των ανωτέρω, κρίθηκε σκόπιμο να παραταθεί για ένα τρίμηνο ακόμα η απαγόρευση των ανοιχτών πωλήσεων στον τραπεζικό κλάδο».
Αναφορικά με τις υπό αποκρατικοποίηση εταιρείες, δεν κρίθηκε σκόπιμη η απαγόρευση ανοιχτών πωλήσεων επί των μετοχών τους, καθώς, όπως σημειώνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, «αφ΄ ενός μεν οι εταιρείες αυτές δεν έχουν αντίστοιχη συμβολή με τον τραπεζικό τομέα στη συστημική ευστάθεια της εθνικής οικονομίας, αφ΄ ετέρου δε η διαδικασία της αποκρατικοποίησης είναι πιο σύνθετη από αυτή της ανακεφαλαιοποίησης, κυρίως επειδή απαιτεί μεγάλο αριθμό ενεργειών και τη διενέργεια διαγωνισμού, σε αντίθεση με τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης, ενώ δεν μπορεί να οριστεί με βεβαιότητα, όπως στην ανακεφαλαιοποίηση, ο πλήρης κύκλος των συμμετεχόντων σε αυτή».
Επομένως, στην περίπτωση των αποκρατικοποιούμενων εταιριών δεν θα μπορούσε να προσδιοριστεί με σαφήνεια ούτε ο χρόνος απαγόρευσης των ανοιχτών πωλήσεων ούτε πλήρης κατάλογος των υπό αποκρατικοποίηση εταιριών, έτσι ώστε να καθίσταται σαφές ότι ενδεχόμενη σχετική πρόταση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν θα εγκρινόταν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ως μη εδραζόμενη στις ρυθμίσεις του Κανονισμού 236/2012.
Ο βουλευτής της ΝΔ Ιωάννης Μιχελάκης στην ερώτησή του στον υπουργό Οικονομικών ζητούσε, μεταξύ άλλων, να ενημερωθεί γιατί δεν εξαιρέθηκαν από τη διαδικασία των ανοιχτών πωλήσεων και οι μετοχές των υπό αποκρατικοποίηση εταιρειών και πως θα διασφαλιστούν τα συμφέροντα του Δημοσίου με την απλόχερη προσφορά στους κερδοσκόπους του καθοριστικής σημασίας όπλου των ανοικτών πωλήσεων.
Ο βουλευτής είχε επίσης επισημάνει ότι σε περιόδους κατά τις οποίες η αγορά κινείται πτωτικά, οι πωλητές short επωφελούνται τα μέγιστα από την πτώση της τιμής των χρεογράφων στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της πώλησης και της υποχρέωσης επαναγοράς.