Σε αδιέξοδο φαίνεται ότι έχει φτάσει η διαπραγμάτευση μεταξύ της ΔΕΗ και βιομηχανικών πελατών της στη μέση τάση, με αποτέλεσμα να παρατείνεται το κλίμα αβεβαιότητας ως προς τη βιωσιμότητα δεκάδων παραγωγικών μονάδων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εξαγωγικές.
Έτσι ακόμη και η πολυδιαφημισμένη παρέμβαση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά προς τους αρμόδιους υπουργούς, με στόχο τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία, όχι μόνο δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, πέραν των ευχολογίων, αλλά οι Έλληνες επιχειρηματίες αισθάνονται διπλά απογοητευμένοι.
Το Υπουργείο Οικονομικών, που έχει υπερφορολογήσει ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, αδυνατεί να κατανοήσει ότι τα όποια μικρά έσοδα από τους φόρους θα πάψουν να υφίστανται με το κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων -με ό,τι αυτό σημαίνει για την εθνική οικονομία και την απασχόληση.
Ταυτόχρονα, η ΔΕΗ συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους πελάτες της ως μονοπώλιο, παραβλέποντας ότι το κλείσιμο βιομηχανικών μονάδων, θα έχει άμεσες επιπτώσεις στη διατήρηση στη ζωή και των δικών της μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Να σημειωθεί εδώ ότι λόγω της μειωμένης ζήτησης και της υπερπροσφοράς ενέργειας από τις ΑΠΕ, οι συμβατικές μονάδες της ΔΕΗ λειτουργούν είτε με μειωμένη ισχύ, είτε βρίσκονται εκτός λειτουργίας για συντήρηση επί πολύ μεγαλύτερο χρόνο από το κανονικό.
Την Δευτέρα για παράδειγμα, βρισκόταν εκτός λειτουργίας 12 μονάδες της ΔΕΗ, λιγνιτικές και φυσικού αερίου, ενώ εκτός λειτουργίας για πάνω από 2 χρόνια βρίσκονται 6 παλαιές μονάδες φυσικού αερίου (ΑΗΣΑΓ) και πετρελαίου (Λαύριο 2, Αλιβέρι 2).
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η καμπύλη ζήτησης τις μεσημεριανές ώρες σπάνια και μόνο όταν έχει συννεφιά, πλέον ξεπερνά τα 4.000 μεγαβάτ, ενώ κατά τις αργίες όπως την περασμένη Κυριακή, στις 4 το μεσημέρι το Σύστημα κατέγραφε ζήτηση 3.215 μεγαβάτ, όταν στις 5 το πρωί η ζήτηση ήταν 3.297 μεγαβάτ.
Έτσι, αν για οποιονδήποτε λόγο πάψουν να απορροφούν ενέργεια οι βιομηχανίες (μόνο το Αλουμίνιο και η ΛΑΡΚΟ έχουν σταθερά φορτία περίπου 500 μεγαβάτ 24 ώρες το 24ωρο και 365 μέρες το χρόνο και όλη η βιομηχανία γύρω στα 1.000 μεγαβάτ), η ΔΕΗ από τα πράγματα θα αναγκαστεί να κλείσει μονάδες βάσης όπως είναι οι λιγνιτικές.
Ωστόσο, όπως μεταφέρουν στο euro2day εκπρόσωποι της βιομηχανίας που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του υψηλού ενεργειακού κόστους, παρ’ ότι μετά από προσφυγές στη ΡΑΕ η τελευταία εξέδωσε αποφάσεις που καλούν τη ΔΕΗ να προσέλθει σε διαπραγμάτευση για τον καθορισμό των όρων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που θα είναι προσαρμοσμένοι στο καταναλωτικό προφίλ του πελάτη, η ΔΕΗ συνεχίζει να αρνείται τη διαπραγμάτευση.
Ακριβότερο ρεύμα και από το σημερινό
Καταγγέλλουν συγκεκριμένα ότι, μετά από παρεμβάσεις και πολιτικών προϊσταμένων της ΔΕΗ, έγινε συνάντηση για να συζητηθεί το τιμολόγιο.
Ωστόσο η ΔΕΗ, σε αντίθεση με τον πελάτη της δεν κατέθεσε γραπτώς κάποια συγκεκριμένη πρόταση, όπως και στοιχεία που να την αιτιολογούν, ώστε να γίνει διαπραγμάτευση, ενώ αρκέστηκε σε προφορικές περιγραφές.
Όπως είπαν τα στελέχη της ΔΕΗ στους πελάτες τους, για να δώσουν γραπτά στοιχεία, θα πρέπει να πάρουν άδεια από τη ΡΑΕ. Η τελευταία, όπως έχει ήδη γραφεί, σε επανειλημμένες αποφάσεις για το ίδιο θέμα, έχει καλέσει τη ΔΕΗ είτε να διαπραγματεύεται με κάθε πελάτη της στη μέση τάση, είτε να προσκομίσει δύο ή τρία πρότυπα τιμολόγια, από τα οποία ο πελάτης της θα επιλέγει αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στο καταναλωτικό του προφίλ.
Πάντως από την ανεπίσημη μη δεσμευτική προφορική ενημέρωση που είχαν οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης εξαγωγικής βιομηχανίας για τις προθέσεις της ΔΕΗ, προέκυπτε κόστος ηλεκτρικής ενέργειας υψηλότερο από το σημερινό!
Μετά από όλα αυτά, δεν αποκλείονται εκ νέου προσφυγές στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, ενώ εφ΄όσον συνεχιστεί η κατάσταση, το μέλλον αρκετών βιομηχανιών που απευθύνονται στις αγορές εξωτερικού, κρίνεται εντελώς αβέβαιο.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η βιομηχανία που είναι συνδεμένη με τη μέση τάση, πληρώνει τη μεγαβατώρα (1.000 κιλοβατώρες) 105-110 ευρώ, έναντι κάτω των 70 ευρώ που χρεώνονται οι ανταγωνιστές τους σε άλλες κοινοτικές και μη χώρες.
Η διαφορά των 30-40 ευρώ ανά μεγαβατώρα είναι καθοριστικός παράγοντας για την διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς τους στις αγορές του εξωτερικού, ιδίως όταν το κόστος ηλεκτρισμού για πολλές από αυτές τις βιομηχανίες αντιπροσωπεύει 30 ή 40% του παραγωγικού κόστους και ποσοστό πάνω από 10 έως και σε κάποιες έως και 20% του τζίρου τους.