Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα καθώς και οι προοπτικές και ευκαιρίες για ξένους επενδυτές αποτέλεσαν το θέμα ημερίδας στο Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο του Μονάχου.
Ομολογουμένως, τόσο ο υφυπουργός ανάπτυξης Νότης Μηταράκης, όσο και ο πρόεδρος του οργανισμού «Επενδύστε στην Ελλάδα», Αριστομένης Συγγρός αλλά και ο Στέλιος Σταυρίδης, πρόεδρος του Ταμείου Αξιοποίησησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΔ) κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να παρουσιάσουν στο Μόναχο μια Ελλάδα η οποία εφαρμόζει εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να προσελκύσουν ξένους επενδυτές. Ωστόσο τουλάχιστον αυτοί οι επενδυτές που συμμετείχαν στην εκδήλωση, εξακολουθούν να είναι διστακτικοί.
Ο «πέτρινος δρόμος» των ξένων επενδυτών στην Ελλάδα
Ένα παράδειγμα αποτελεί η ελληνογερμανική κοινοπραξία Giesecke & Devrient- Ματσούκης. Η εταιρεία με έδρα την Αθήνα απασχολεί 200 άτομα και εξειδικεύεται στην εκτύπωση εντύπων ασφάλειας όπως διαβατήρια, γραμματόσημα, εισιτήρια, ταινίες φορολογίας. Μόλις το 20% της παραγωγής διατίθεται στην ελληνική αγορά, ενώ το 80% εξάγεται.
Οι λόγοι που η εταιρεία Giesecke & Devrient αποφάσισε το 2007 την κοινοπραξία με την ελληνική επιχείρηση Ματσούκης σχετίζονται με το ότι η εκτύπωση διαβατηρίων απαιτεί αρκετή χειρωνακτική εργασία. Με τους μισθούς που κατέβαλε στη Γερμανία η εταιρεία δεν μπορούσε να είναι διεθνώς ανταγωνιστική.
Από την άλλη πλευρά, το επίπεδο ειδίκευσης του ελληνικού προσωπικού ήταν καλό, τονίζει το στέλεχος της εταιρείας Χανς Βόλφγκανγκ Κουντζ. Σεμινάρια κατάρτισης, κυρίως στη Γερμανία, αύξησαν τις επαγγελματικές τους δεξιότητες ακόμη περισσότερο.
Σε αντίθεση όμως με τις καλές εμπειρίες από την ελληνογερμανική συνεργασία στο πλαίσιο της κοινοπραξίας, ο κ. Κουντζ χαρακτηρίζει τις σχέσεις με το ελληνικό δημόσιο ως «πέτρινο δρόμο», σημειώνοντας: «Τα γραφειοκρατικά εμπόδια που αντιμετωπίζουμε ακόμη και σήμερα είναι πάρα πολύ μεγάλα. Εδώ θα πρέπει να αλλάξουν ακόμη πολλά. Ορισμένα πράγματα έχουν βελτιωθεί (…) ωστόσο, οι υπηρεσίες εξακολουθούν να λειτουργούν γραφειοκρατικά, περνά πολύς χρόνος ώσπου να αποφασίσουν. Θα μπορούσαμε να δραστηριοποιηθούμε περισσότερο, αν δεν είχαμε τα γραφειοκρατικά εμπόδια».
Αντικίνητρο η δαιδαλώδης γραφειοκρατία
Ορισμένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που ανέφερε ο κ. Κουντζ είναι τα εξής: η απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας για την ανακαίνιση της πρόσοψης ενός κτηρίου δόθηκε τρία χρόνια μετά την κατάθεση της αίτησης, η αλλαγή ενός σημείου του καταστατικού της εταιρείας μετά από έξι μήνες, ενώ για κάθε αίτηση χρειάζεται αντίγραφο ποινικού μητρώου.
Ανάλογες εμπειρίες έχει και η εταιρεία προϊόντων διατροφής και καλλυντικών Amway, η οποία εκπροσωπείται στην Ελλάδα με μία θυγατρική από το 1996. Το μέλος της διεύθυνσης της εταιρείας, Μίχαελ Μάιζνερ, περιέγραψε τι προκύπτει κάθε φορά που υποβάλλεται αίτηση στο δημόσιο για την καταχώριση προϊόντων της: «Αν το συγκρίνουμε με τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές όπου και εκεί θα πρέπει να καταχωρίσουμε τα προϊόντα μας, τότε βλέπουμε ότι οι διαδικασίες εκεί είναι πιο σύντομες. Ενώ στην Ελλάδα, από τη στιγμή που θα καταθέσεις την αίτηση περνά αισθητά περισσότερος χρόνος έως ότου εξετασθεί, μέχρι να πάρεις κάποια ειδοποίηση και να σου δοθεί η τελική άδεια. Αυτές οι χρονοβόρες διαδικασίες έχουν επιπτώσεις για την επιχείρηση επειδή κοστίζουν περισσότερο κόπο και έξοδα. Και κάτι άλλο: επειδή δεν διατίθεται το προϊόν στην αγορά, το ελληνικό κράτος χάνει φόρους».
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να εφαρμόζονται
Η Γραφειοκρατία, η διαφθορά, η καθυστέρηση στην απόδοση δικαιοσύνης αλλά και η αίσθηση ότι η μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται λειτουργούν ως αντικίνητρα για τους ξένους επενδυτές, επισήμανε ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου στην Αθήνα Μιχάλης Μαΐλλης. Αυτοί είναι και οι λόγοι για την απουσία γερμανικών επενδύσεων εδώ και χρόνια.
Παρά ταύτα, ο κ. Μαΐλλης επιμένει ότι οι ξένοι επενδυτές θα επιστρέψουν επισημαίνοντας: «Όταν υπάρξουν οι συνθήκες, θα έρθουν από μόνοι τους, για να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα δούνε. Και θα υπάρξουν ευκαιρίες. Η Ελλάδα προσφέρει μεγάλες δυνατότητες. Πρέπει να σφιχτούμε και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται».