Για «ασυνήθιστα υψηλούς κινδύνους» στην κυπριακή οικονομία κάνει λόγο το ΔΝΤ σε αναλυτική έκθεσή του, αφήνοντας μάλιστα ανοιχτό το ενδεχόμενο να απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά συγκεκριμένα ότι το δημόσιο χρέος της Κύπρου θα φτάσει στο 126% του ΑΕΠ της το 2015, πριν αρχίσει να μειώνεται σταδιακά μέχρι το 105% του ΑΕΠ το 2020, σημειώνοντας μάλιστα πως αν επαληθευθούν αυτές οι προβλέψεις θα απαιτηθούν «νέα μέτρα».
Η έκθεση προβλέπει πως για την επόμενη τριετία θα υπάρξει συμπλήρωση στα ήδη συμφωνηθέντα μέτρα και με επιπλέον μέτρα της τάξης του 4,7% του ΑΕΠ της Κύπρου, σε ετήσια βάση για το διάστημα 2015 με 2018.
Όπως τονίζει το ΔΝΤ, ο αντίκτυπος της κυπριακής τραπεζικής κρίσης στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας δημιούργησε συνθήκες «εξαιρετικά αβέβαιες».
Η έκθεση του Ταμείου εκτιμά ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της κυπριακής οικονομίας είναι «ουσιαστικές και γέρνουν προς την αρνητική πλευρά», και ότι τα προβλήματα θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την πορεία του δημόσιου χρέους της χώρας.
Οι κίνδυνοι στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Κύπρου είναι «ασυνήθιστα υψηλοί», λόγω των προοπτικών του τραπεζικού τομέα και του κινδύνου να αρθούν πρόωρα οι περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων, καθώς και μπροστά στο ενδεχόμενο να μην είναι οι κυπριακές αρχές αρκετά αποφασιστικές για την εφαρμογή του προγράμματος, επισημαίνει η έκθεση.
Στη έκθεση διατυπώνεται επίσης η εκτίμηση ότι οι επιπτώσεις από την κρίση χρέους στην Κύπρο θα διαρκέσουν περισσότερο από όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, εξαιρουμένης της Ελλάδας, όπως τονίζεται, και η συρρίκνωση του ΑΕΠ της Κύπρου θα είναι μεγαλύτερη και απ’ αυτήν που υπέστη το ελληνικό ΑΕΠ. Επιπλέον, προβλέπεται ότι η ύφεση στην Κύπρο θα φτάσει το 8,7% το 2013 και το 3,9% το 2014, πριν η οικονομία της χώρας αρχίσει να επιστρέφει στην ανάπτυξη το 2015.
Η Κύπρος θα πρέπει να βελτιώσει την εφαρμογή της νομοθεσίας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος, αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας ότι η βελτίωση της διαφάνειας στον χρηματοπιστωτικό τομέα θα συντείνει στην σταθεροποίηση και την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα.