«Μην κλαις για μένα Ευρωζώνη» τιτλοφορείται το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal το οποίο εξετάζει την, όχι και τόσο απίθανη σύμφωνα με τον συντάκτη του, περίπτωση ο υπερχρεωμένος εύρωπαϊκός Νότος να επιλέξει μόνος του την έξοδο από το ευρώ, σε μια οικονομική συγκυρία που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το παράδειγμα της Αργεντινής.
«Η ανεργία στην Ισπανία έχει φτάσει το 27%. Οι νέοι φεύγουν σωρηδόν από την Πορτογαλία και την Ιρλανδία και ένας στους τέσσερις Έλληνες δηλώνει ότι δυσκολεύεται να πληρώσει για το φαγητό του», ξεκινά το άρθρο των Wall Street Journal, παραθέτοντας την τρέχουσα οικονομική επικαιρότητα στον νότο της Ευρώπης.
«Παρά τις παραπάνω συνέπειες της ύφεσης, ωστόσο, η Ευρώπη δεν έχει κανένα σχέδιο για την επιστροφή των ανθρώπων στην αγορά εργασίας. Παρά την υποκινούμενη από τη Γερμανία στρατηγική διαφυγής από την κρίση, τα κράτη του Νότου εξακολουθούν να παλεύουν με τις περικοπές κοινωνικών δαπανών, την μείωση μισθών και την συγκράτηση των τιμών προκειμένου να γίνουν ξανά ανταγωνιστικές», αναφέρει το δημοσίευμα.
Επικαλούμενη εκτιμήσεις της Goldman Sachs, η εφημερίδα εκτιμά ότι η πολυπόθητη ανάκαμψη θα πάρει πάνω – κάτω μία δεκαετία.
Με δεδομένο όλον αυτόν τον πόνο, το ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής, αναφέρει η εφημερίδα: πότε θα πουν οι Ευρωπαίοι «Αρκετά»; Παρά τις απειλές, καμία χώρα δεν έχει εγκαταλείψει το ευρώ και η στήριξη για την παραμονή σε ένα κοινό νομισματικό καθεστώς είναι υψηλή, παρά το γεγονός ότι η η απογοήτευση για την κατάληξη του ευρωπαϊκού ονείρου εξαπλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα αποθέματα της υπομονής των Ευρωπαίων είναι μεγάλα, αλλά σίγουρα δεν είναι ανεξάντλητα.
«Μόλις οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ, αρχίζουν να συζητούν πιο ανοικτά σχετικά με το κόστος και τα οφέλη του να παραμείνουν στο ενιαίο νόμισμα», δηλώνει ο Σάιμον Τίλφορντ, οικονομολόγος και επικεφαλής του λονδρέζικου think tank Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση. «Και τη στιγμή που ανοίγει αυτή η συζήτηση, οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι άμεσες», συμπληρώνει.
Στη συνέχεια, η εφημερίδα παραθέτει το παράδειγμα της Αργεντινής: «Έχει συμβεί και στο παρελθόν. Όπως χώρες που εντάχθηκαν στη ζώνη του ευρώ, η Αργεντινή τη δεκαετία του 1990 εγκατέλειψε τον έλεγχο πάνω στο δικό της νόμισμα, εξισώνοντάς το με το αμερικανικό δολάριο. Αυτό εξημέρωσε τον υπερπληθωρισμό, αλλά επέτρεψε επίσης σε ένα όργιο δανεισμού σε δολάρια που ώθησε προς τα πάνω τους μισθούς και τα κόστη των επιχειρήσεων. Όπως και η νότια Ευρώπη σήμερα, η Αργεντινή έγινε βαθιά μη ανταγωνιστική και το νόμισμα της χώρας δεν θα μπορούσε να κάνει τα προϊόντα της ελκυστικά στο εξωτερικό».
Όπως και τα μέλη της Ευρωζώνης σήμερα, η Αργεντινή έπρεπε να υποστεί την εξέλιξη αυτή χαμογελώντας μέχρι να πέσουν μισθοί και τιμές και η χώρα να γίνει και πάλι ανταγωνιστική. Η επιθυμία των Αργεντινών να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το αμερικανικό δολάριο οδήγησε στο πολιτικό και οικονομικό χάος που περιελάμβανε περιόδους τετραψήφιου πληθωρισμού.«Η υποτίμηση δεν αποτελεί επιλογή για την Αργεντινή», δήλωνε τότε ένας οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας. «Με τόσο υψηλό επίπεδο δολαριοποίησης, η υποτίμηση θα ήταν υπερβολικά δαπανηρή».
Τεχνικά, η Αργεντινή είχε το δικό της νόμισμα για να επιστρέψει, αλλά η εγκατάλειψη της ισοτιμίας με το δολάριο θεωρήθηκε πολύ επώδυνη, επειδή σχεδόν όλα τα χρέη και οι συμβάσειςτων επιχειρήσεων ήταν το αμερικανικό νόμισμα. Μετά από τρία χρόνια ύφεσης, όμως, οι Αργεντινοί φάνηκαν να αποφασίσουν μαζικά πως ό,τι θα επακολουθούσε δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από την ατελείωτη κατάθλιψη που υφίσταντο προκειμένου να κρατήσουν τα πέσος τους ισότιμα με τα δολάρια.
Μια ήσυχη νύχτα τον Δεκέμβριο του 2001, η μεσαία τάξη βγήκε στους δρόμους του Μπουένος Άιρες σε μια έκρηξη οργής. Οι ταραχές σε ολόκληρη τη χώρα σάρωσαν την κυβέρνηση από την εξουσία. Η Αργεντινή αθέτησε την υποχρέωσή του χρέους της αμέσως μετά, και τότε η χώρα εγκατέλειψε την πρόσδεση του νομίσματός της με το δολάριο.
Πόσο παρόμοια είναι η κατάσταση στη νότια Ευρώπη σήμερα; Η οικονομία της Αργεντινής συρρικνώθηκε κατά περίπου 8% κατά τα τρία έτη πριν από την εξέγερση. Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, οι οικονομίες της Ιταλίας και της Πορτογαλίας θα έχει συρρικνωθεί κατά περίπου 8% από το υψηλότερο επίπεδό τους, της Ισπανίας περίπου κατά 6% και της Ελλάδας περισσότερο από 23%, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι πολιτικοί της ΕΕ που επαναπαύονται στην προφανή δημοτικότητα του ευρώ θα πρέπει να αναλογιστούν ότι οι Αργεντινοί επίσης υποστήριξαν ευρέως το δολάριο – μέχρι και τη στιγμή που εξερράγησαν.
Σε μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2001, τον ίδιο μήνα που επαναστάτησαν οι Αργεντινοί, μόλις το 14% δήλωσε ότι το νομισματικό καθεστώς θα πρέπει να διαλυθεί: το 62% ζητούσαν να διατηρηθεί. Πρόκειται για το ίδιο περίπου ποσοστό των Ισπανών και των Ελλήνων που λένε σήμερα ότι θέλουν να κρατήσουν το ευρώ.
Η Αργεντινή, με τα σκαμπανεβάσματα που υφίσταται από την υποτίμηση, δεν είναι ένα μοντέλο για την Ευρώπη. Μάλλον, είναι μια προειδοποιητική ιστορία.
Στα τέλη του 2001, ο υπουργός οικονομίας της Αργεντινής αποκάλεσε την πρόσδεση στο δολάριο της χώρας «μόνιμο θεσμό», του οποίου η αδιανόητη κατάρρευση θα μπορούσε να προκαλέσει «τη διάλυση των βασικών θεσμών της οικονομίας και της κοινωνίας».
Ένα μήνα αργότερα είχε φύγει. «Αυτοί που λένε ότι ο κίνδυνος των χωρών να βγουν από το ευρώ έχει παρέλθει θα πρέπει να αναλογιστούν κι εκείνες τις περιπτώσεις όπου οι ίδιοι άνθρωποι που έβλεπαν ένα νομισματικό καθεστώς ως ιερό, στη συνέχεια το άφησαν να καταρρεύσει», καταλήγει το δημοσίευμα.
Πηγή: ethnos.gr