Με τους δύο τελευταίους κανονισμούς που τίθενται σε ισχύ από τις 30 Μαΐου ολοκληρώνεται το γερμανικής έμπνευσης σχέδιο της αυστηρής δημοσιονομικής εποπτείας και πειθαρχίας στην Ευρωζώνη, το οποίο είχε αρχίσει να εφαρμόζεται αποσπασματικά από το 2012.
Στόχος των οκτώ συνολικά νομοθετικών διατάξεων είναι να μην υπάρξει στο μέλλον δημοσιονομικός εκτροχιασμός κράτους-μέλους, παρά μόνο εάν αυτός οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα και περιστάσεις. Οι οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης θα βρίσκονται στο «μικροσκόπιο» της Κομισιόν, η οποία υπό την απειλή κυρώσεων δεν θα επεμβαίνει πλέον μόνο εάν υπάρχει εκτροχιασμός, αλλά κυρίως πριν.
Τα δύο τελευταία νομοθετικά μέτρα που τίθενται σε ισχύ μεθαύριο περιλαμβάνουν: 1) κανονισμό για την ενισχυμένη παρακολούθηση και αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων των κρατών-μελών της ευρωζώνης, ιδίως όσων υπόκεινται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, 2) κανονισμό ενισχυμένης εποπτείας των κρατών – μελών της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες ή αιτούνται χρηματοδοτική βοήθεια.
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τα σχέδια προϋπολογισμού τους για το επόμενο έτος μέχρι τις 15 Οκτωβρίου. Εκείνα που υπόκεινται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα παρακολουθούνται στενότερα, ούτως ώστε η Επιτροπή να αξιολογεί καλύτερα αν υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης ως προς την προθεσμία διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος.
Οι χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή λαμβάνουν χρηματοδοτική βοήθεια (μνημόνιο) σε προληπτική βάση θα παρακολουθούνται ακόμη στενότερα από τα κράτη-μέλη που υπόκεινται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Η Επιτροπή θα έχει το δικαίωμα να αξιολογεί τα σχέδια προϋπολογισμού και, αν αυτό είναι αναγκαίο, να γνωμοδοτεί ως προς αυτά. Θα μπορεί να ζητά την αναθεώρηση αυτών των σχεδίων αν θεωρεί ότι αυτά δεν συμμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό με τις υποχρεώσεις πολιτικής που καθορίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ολα αυτά θα γίνονται δημόσια για να υπάρχει πλήρης εγγύηση διαφάνειας.
Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα πρέπει να συστήσουν ανεξάρτητα δημοσιονομικά συμβούλια και να στηρίζουν τους προϋπολογισμούς τους επί ανεξάρτητων προβλέψεων.
Από την πλευρά της, η Επιτροπή θα μπορεί να αποφασίσει κατά πόσο ένα κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες ως προς τη δημοσιονομική του σταθερότητα θα πρέπει να υπαχθεί σε ενισχυμένη επιτήρηση. Το Συμβούλιο θα μπορεί να εκδίδει συστάσεις προς αυτά τα κράτη-μέλη να ζητήσουν χρηματοδοτική βοήθεια.
Μετά από επιμονή της Ευρωβουλής στη διάρκεια της διαδικασίας συναπόφασης με το Συμβούλιο, συμφωνήθηκε ότι όταν θα πρέπει να υπάρξουν από μια χώρα σημαντικές περικοπές δαπανών για τη μείωση των ελλειμμάτων, οι προσπάθειές τους δεν πρέπει να βλάπτουν τις επενδύσεις στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, ιδίως όταν πρόκειται για χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα μιας χώρας για τη μείωση των ελλειμμάτων της θα πρέπει να εφαρμόζεται με μεγαλύτερη ευελιξία όταν υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες ή σοβαρή οικονομική ύφεση.
Η άσκηση από την Επιτροπή των αυξημένων αρμοδιοτήτων που της δίνει η νέα νομοθεσία, θα παρακολουθείται στενότερα από τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η λογοδοσία και η νομιμότητα.
Σημαντική θεωρείται η εποπτεία της τρόικας από την Ευρωβουλή, κάτι που σήμερα δεν ισχύει. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέσπασε ότι οι εργασίες της τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ) για την επίβλεψη των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, θα υπόκεινται σε εποπτεία, αυξάνοντας έτσι τη διαφάνεια και τη δημοκρατική λογοδοσία.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας είχαν ήδη εγκριθεί από το 2011 έξι νομοθετικά μέτρα τα οποία έχουν τεθεί από το 2012 σε εφαρμογή.
Μεταξύ των μέτρων αυτών είναι η υποχρέωση των χωρών της Ευρωζώνης να καθορίσουν με νόμο ανώτατο όριο δημόσιου ελλείμματος 3%, η υπέρβαση του οποίου θα επιβάλει την άμεση λήψη διορθωτικών μέτρων. Εάν παρ’ όλ’ αυτά το έλλειμμα ξεπεράσει το ανώτατο όριο της Συνθήκης, δηλαδή 3% του ΑΕΠ, τότε η εν λόγω χώρα θα καλείται να καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό το 0,2% του ΑΕΠ της και ταυτόχρονα να λαμβάνει διορθωτικά μέτρα. Σε δεύτερη φάση και εφόσον συνεχίζει να μην συμμορφώνεται, το ποσό θα παρακρατείται. Η χρονική διάρκεια που χωρίζει την κατάθεση του ποσού από τη μετατροπή του σε πρόστιμο θα είναι έξι μήνες. Το πρόστιμο θα επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση για όσο διάστημα υφίσταται η παράβαση.
Οι χώρες που εμφανίζουν χρέος άνω του 60% και δεν το μειώνουν επαρκώς θα καλούνται να καταθέτουν επίσης ποσό ίσο με το 0,2% του ΑΕΠ του, ενώ για να μπορέσουν να ανακτήσουν το ποσό αυτό θα πρέπει να μειώσουν την επόμενη τριετία κατά 1/20 ετησίως το ποσό του χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, διαφορετικά θα καταβάλουν το πρόστιμο.
Πρόστιμο 0,1% του ΑΕΠ
Η διαδικασία των κυρώσεων θα ενεργοποιείται και εναντίον των χωρών που έχουν μακροοικονομικές ανισορροπίες και παρά τις συστάσεις δεν συμμορφώνονται. Όταν μια κυβέρνηση εντοπιστεί να ακολουθεί μια πολιτική, η οποία για παράδειγμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε «φούσκα» ακινήτων ή σε μεγάλη απώλεια ανταγωνιστικότητας, τότε θα καλείται να λάβει διορθωτικά μέτρα. Εάν δεν λάβει μέτρα, εντός προκαθορισμένης προθεσμίας, τότε θα καταβάλει πρόστιμο ίσο με το 0,1% του ΑΕΠ, το οποίο θα είναι επαναλαμβανόμενο σε ετήσια βάση για όσο διάστημα παραμένει η παράβαση.
Είναι προφανές ότι ο χώρες που δεν τηρούν τους παραπάνω κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης δεν θα μπορούν να ζητήσουν την αλληλεγγύη των εταίρων σε περίπτωση που την χρειαστούν.