Στη ζώνη υψηλού πιστωτικού κινδύνου κατατάσσει πλέον το 87,1% των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας, από 64,7% έναν χρόνο πριν, η εταιρεία οικονομικών ερευνών ICAP, η οποία έχει αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή – Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) ως οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA).
Πολλές επιχειρήσεις του τομέα θεωρείται ότι βρίσκονται ήδη σε πορεία πτώχευσης.
Η ICAP έχει προχωρήσει σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του βιομηχανικού τομέα από τις αρχές του 2013, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της επιδείνωσης των συνθηκών στον τομέα.
Στη νέα αξιολόγηση ελήφθησαν υπόψη 7.320 βιομηχανικές ή και βιοτεχνικές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους και εταιρικής μορφής.
H πιστοληπτική υποβάθμιση της ελληνικής βιομηχανίας ήδη από το 2012 είχε λάβει δραματικές διαστάσεις, αντανακλώντας τη σημαντική επιβάρυνση της χρηματοοικονομικής θέσης των επιχειρήσεων, ελλείψει πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης και εξαιτίας της συσσώρευσης ζημιών. Κατά την ICAP, σχεδόν εννιά στις δέκα βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας κινδυνεύουν πλέον, αν δεν βελτιωθούν οι οικονομικές συνθήκες, να οδηγηθούν σε αδιέξοδο και πτώχευση. Μεταξύ 2012-2013 αυξήθηκε το ποσοστό των επιχειρήσεων που διατρέχουν αυτόν τον κίνδυνο από περίπου 65% σε 87%.
Αναλυτικότερα, οι υψηλού πιστωτικού κινδύνου (D1, D2, E1, E2), σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, ανέρχονται εφέτος σε 6.376 ή σε ποσοστό 87,1% του συνόλου των επιχειρήσεων του βιομηχανικού τομέα, έναντι 64,7% το 2012 και 46,5% έναν χρόνο νωρίτερα.
Συγχρόνως, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις χαμηλού πιστωτικού κινδύνου (A1, A2, B1) έχουν περιοριστεί σε μόλις 66 ή σε ποσοστό 0,9% το 2013, από 10,4% το 2012 και 10,6% το 2011.
Επίσης, οι μέσου πιστωτικού κινδύνου (B2, C1, C2) αντιστοιχούν πλέον σε 878 ή σε ποσοστό 12,0% του συνόλου, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα αποτελούσαν το 24,9% και το 2011 το 42,9%.
Όσο η κατάταξη μιας επιχείρησης πλησιάζει τις διαβαθμίσεις υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας (Β1- Α1), τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα εμφάνισης ασυνέπειας ή πτώχευσης.
Η δεκάβαθμη τρέχουσα πιστοληπτική διαβάθμιση του συνόλου των βιομηχανικών επιχειρήσεων, με βάση το ποσοστό των επιχειρήσεων που η ICAP Databank τοποθετεί σε κάθε κατηγορία, συνεκτιμώντας δείκτες ρευστότητας, αποδοτικότητας, κεφαλαιακής διάρθρωσης και βιωσιμότητας, καθώς και στοιχεία συναλλακτικής συμπεριφοράς, οικονομικά και εμπορικά, βάσει των οδηγιών του Κανονισμού 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου και της οδηγίας CESR για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, έχει ως εξής:
– Το 0,07% των επιχειρήσεων, έναντι 2,02% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση Α1, η οποία υποδηλώνει χαµηλότατο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ακόµα και υπό τις δυσµενέστερες οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σταθερά πολύ υψηλή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Α1 ανέρχονται σε μόλις πέντε και χαρακτηρίζονται από τα εξαιρετικά οικονοµικά µεγέθη τους, την ανοδική πορεία και τη σηµαντική θέση τους στην αγορά.
– Το 0,27% των επιχειρήσεων, έναντι 2,32% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση Α2, η οποία υποδηλώνει πάρα πολύ χαµηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ακόµα και υπό δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σταθερά υψηλή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Α2 δεν ξεπερνούν τις 20 και χαρακτηρίζονται από τα πολύ σηµαντικά οικονοµικά µεγέθη τους, την ανοδική πορεία και τη σηµαντική θέση τους στην αγορά.
– Το 0,56% των επιχειρήσεων, έναντι 5,98% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση Β1, η οποία υποδηλώνει πολύ χαµηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεαστούν αλλά σε πολύ µικρό βαθµό από δυσµενής οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σχετικά σταθερή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Β1 ανέρχονται σε 41 και χαρακτηρίζονται από τα σηµαντικά οικονοµικά αποτελέσµατα, τη σταθερή πορεία και την ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά.
– Το 1,58% των επιχειρήσεων, έναντι 3,83% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση Β2, η οποία υποδηλώνει χαµηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεαστούν αλλά σε µικρό βαθµό από δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σχετικά σταθερή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Β2 ανέρχονται σε 116 και χαρακτηρίζονται από τα ικανοποιητικά οικονοµικά αποτελέσµατά τους, τη σταθερή πορεία και την ικανοποιητική θέση τους στην αγορά.
– Το 5,08% των επιχειρήσεων, έναντι 5,81% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση C1, η οποία υποδηλώνει µέτριο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε ευαισθησία στις δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση C1 ανέρχονται σε 372 και χαρακτηρίζονται από τα µέτρια οικονοµικά µεγέθη τους, τη µέτρια πορεία και τη µειωµένη ανταγωνιστική θέση στην αγορά.
– Το 5,33% των επιχειρήσεων, έναντι 15,31% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση C2, η οποία υποδηλώνει σχετικά αυξηµένο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες εµφανίζουν αυξηµένη ευαισθησία στις δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση C2 ανέρχονται σε 390 και χαρακτηρίζονται από τα χαµηλότερα του µέσου οικονοµικά µεγέθη τους, την καθοδική πορεία τους και τη µειωµένη ανταγωνιστική θέση στην αγορά.
– Το 15,67% των επιχειρήσεων, έναντι 21,76% το 2012, κατατάσσεται στη θεωρούμενη «γκρίζα», υψηλού κινδύνου πιστοληπτική διαβάθµιση D1, η οποία υποδηλώνει αυξηµένο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες εµφανίζουν µεγάλη ευαισθησία στις δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση D1 ανέρχονται σε 1.147 και χαρακτηρίζονται από τα χαµηλά οικονοµικά µεγέθη τους, την έντονα καθοδική πορεία και τη χαµηλή ανταγωνιστική θέση τους.
– Το 17,80% των επιχειρήσεων, έναντι 21,07% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση D2, η οποία υποδηλώνει σηµαντικά αυξηµένο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε προβλήµατα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση D2 ανέρχονται σε 1.303 και χαρακτηρίζονται από τα ιδιαίτερα χαµηλά οικονοµικά µεγέθη τους και την ιδιαίτερα χαµηλή ανταγωνιστική θέση τους.
– Το 33,50% των επιχειρήσεων, έναντι 9,07% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση E1, η οποία υποδηλώνει πολύ υψηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε σηµαντικά προβλήµατα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση E1 ανέρχονται σε 2.452 και χαρακτηρίζονται από τα επιβαρηµένα οικονοµικά αποτελέσµατα, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την πορεία τους.
– Το 20,14% των επιχειρήσεων, έναντι 12,83% το 2012, κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση E2, η οποία υποδηλώνει υψηλότατο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε πολύ σηµαντικά προβλήµατα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση E2 ανέρχονται σε 1.474 και χαρακτηρίζονται από τα εξαιρετικά επιβαρηµένα οικονοµικά αποτελέσµατα, τα οποία θέτουν σε υψηλό κίνδυνο την πορεία τους. Αρκετές από αυτές ήδη έχουν εκδηλώσει φαινόμενα ασυνέπειας έναντι συνεργατών τους και κινδυνεύουν να υπαχθούν ή ήδη βρίσκονται ουσιαστικά σε πορεία πτώχευσης.