«Η λειτουργία της νέας Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης προϋποθέτει αλλαγή κουλτούρας και στο πολιτικό σύστημα και στους ανθρώπους, που θα αναλάβουν να τη λειτουργήσουν», δήλωσε ο υφυπουργός Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης Παντελής Καψής, επισημαίνοντας ότι ο νέος φορέας θα λειτουργήσει με «ικανοποιητικό πρόγραμμα» τον Αύγουστο.
«Η καινούργια ΕΡΤ δίνει την ευκαιρία να αποδείξουμε ότι στον δημόσιο τομέα μπορούμε να προσφέρουμε έργο προς την κοινωνία με πιο λιτό και αποδοτικό τρόπο, αξιοποιώντας καλύτερα το ανθρώπινο δυναμικό και τα μέσα, που έχουμε στη διάθεσή μας. Αν το καταφέρουμε, αυτή θα είναι η μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση στην πράξη και θα έχει ευρύτερη σημασία» σημείωσε ο κ. Καψής σε συνέντευξη, που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Διευκρίνισε δε, πως το ζητούμενο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης δεν είναι απαραιτήτως τα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης, αλλά η προσβασιμότητα του προγράμματός της σε ευρείες ομάδες πληθυσμού, ενώ γνωστοποίησε ότι έως χθες το βράδυ οι αιτήσεις υποψηφίων εργαζομένων είχαν φτάσει τις 2.800.
Ο κ. Καψής επανέλαβε πως δεν υπάρχει σχεδιασμός για αστυνομική επέμβαση στο μέγαρο της Αγίας Παρασκευής, αλλά κάνει σαφές πως οι προσλήψεις εκείνων, που θα επιλεγούν για τον μεταβατικό φορέα, θα γίνουν εφόσον υπάρξει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του ραδιομεγάρου.
«Τα χθεσινά περιστατικά στον Υμηττό ήταν μια κίνηση απελπισίας της ΠΟΣΠΕΡΤ ενόψει και του συνεδρίου της και επειδή η άρνηση της να πάρει μέρος στις διαδικασίες για τον μεταβατικό φορέα την έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο. Έχουμε πει ότι δεν υπάρχει σχεδιασμός για αστυνομική επέμβαση και πιστεύω πως οι εργαζόμενοι θα καταλάβουν και οι ίδιοι το αδιέξοδο, στο οποίο έχουν βρεθεί. Αυτό που υπάρχει, είναι ότι δεν θα μπουν τα ΜΑΤ και περιμένουμε να καταλάβουν το αδιέξοδο, στο οποίο έχουν οδηγηθεί και έχουν οδηγήσει και τους εργαζόμενους», ανέφερε, μεταξύ άλλων.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο, που θα οριστεί από το Εποπτικό Συμβούλιο, θα αναλάβει να στήσει την καινούργια Δημόσια Τηλεόραση με κάποιες προδιαγραφές. Θεσμικά, ο υπουργός δεν θα μπορεί να παρέμβει, να πάρει καμία απόφαση σχετικά με τη λειτουργία της Δημόσιας Τηλεόρασης. Αυτή τη στιγμή, ο υπουργός μπορεί να αλλάξει πρόσωπα, να αλλάξει ακόμη και τις ώρες μετάδοσης των προγραμμάτων, να βάλει βέτο σε οποιαδήποτε απόφαση. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε. Η μόνη του δυνατότητα θα είναι μία φορά περίπου κάθε έξι χρόνια να επιλέγει τη σειρά της τοποθέτησης των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου. Δηλαδή, ποια τρία από τα δέκα μέλη του θα είναι αναπληρωματικά. Πρακτικά, λοιπόν, δεν θα έχει καμία δυνατότητα παρέμβασης. Προφανώς αυτό προϋποθέτει και μια αλλαγή κουλτούρας όλων μας. Και στο πολιτικό σύστημα και στους ανθρώπους που θα αναλάβουν να λειτουργήσουν αυτήν τη νέα Ραδιοτηλεόραση. Και αυτό το θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει την αλλαγή αυτής της κουλτούρας».
Σε ό,τι αφορά τη στελέχωση του Εποπτικού Συμβουλίου, ο κ. Καψής επισήμανε πως «θα είναι πρόσωπα υψηλού κύρους που δεν θα δημιουργείται καν η υποψία ότι μεταφέρουν κομματικές γραμμές ή ότι κάνουν κάποια ρουσφέτια». Και πρόσθεσε: «Δεν θα υπάρχει δυνατότητα επηρεασμού τους. Το ποια θα είναι αυτά τα άτομα, θα το ανακοινώσουμε σύντομα».
«Η απόφαση ότι έκλεισε η ΕΡΤ είναι αμετάκλητη. Αυτό δεν δέχονταν η ΠΟΣΠΕΡΤ και οι δημοσιογράφοι. Αυτό, όμως, δεν τέθηκε προς διαπραγμάτευση. Τώρα θα δημιουργηθεί ένας νέος φορέας και θα γίνει καινούργιος ανοιχτός διαγωνισμός στον οποίο θα μπορεί να πάρει μέρος ο καθένας. Προφανώς, θα υπάρχει κάποια πριμοδότηση της εμπειρίας σε ραδιοτηλεοπτικό φορέα», τόνισε.
Ερωτηθείς σχετικά με το αν η απόφαση για το αιφνίδιο κλείσιμο της ΕΡΤ δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από εκείνα που έλυσε ο υφυπουργός απάντησε: «Σίγουρα δημιούργησε προβλήματα. Όμως, νομίζω ότι δίνει την ευκαιρία, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις ασφαλώς, να φτιάξουμε μια καινούργια ΕΡΤ που θα είναι ένα παράδειγμα πώς στον δημόσιο τομέα μπορούμε να προσφέρουμε το ίδιο έργο προς την κοινωνία με πιο λιτό και αποδοτικό τρόπο, αξιοποιώντας καλύτερα το ανθρώπινο δυναμικό και τα μέσα, που έχουμε στη διάθεση μας. Και η ΕΡΤ είναι κατεξοχήν αυτό το παράδειγμα. Αν μπορέσουμε να το καταφέρουμε, θα είναι η μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση στην πράξη και θα έχει ευρύτερη σημασία».