«Μαύρη τρύπα» στα δημοσιονομικά, κατά το 2014, και βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ταλανίζουν εταίρους και… ημετέρους
Καθοριστικής σημασίας για την έξοδο της Ελλάδας από την ύφεση, αλλά και γενικότερα για το μέλλον της στην Ευρωζώνη θα είναι οι συζητήσεις τους επόμενους μήνες και οι αποφάσεις που θα λάβουν οι εταίροι για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού το 2014, αλλά και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Τις τελευταίες εβδομάδες οικονομολόγοι, αναλυτές και αγορές εκφράζουν σοβαρότατες επιφυλάξεις σχετικά με τις προοπτικές εξόδου της χώρας από το σημερινό αδιέξοδο, προτάσσοντας κυρίως το πρόβλημα του δημοσίου χρέους.
Οι εταίροι από την πλευρά τους γνωρίζουν πολύ καλά, το γνώριζαν άλλωστε από τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν προχώρησαν στη δεύτερη διάσωση της Ελλάδας, ότι το χρέος δεν ήταν βιώσιμο, ωστόσο το Βερολίνο για λόγους εσωτερικούς δεν συναίνεσε τότε στη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
Επανεξέταση
Για να κάμψουν τις αντιρρήσεις του ΔΝΤ, οι Γερμανοί αποδέχθηκαν να αναλάβουν μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους την πολιτική δέσμευση ότι το 2014 θα επανεξετάσουν το θέμα και θα λάβουν τις αναγκαίες αποφάσεις, εάν κριθεί αναγκαίο, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα φέτος.
Η τρόικα στην τελευταία αξιολόγησή της εμφανίζεται αισιόδοξη ότι η Ελλάδα θα πετύχει το 2013 το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ κορυφαίοι κοινοτικοί αξιωματούχοι, όπως ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, δίνουν ραντεβού για το χρέος τον Απρίλιο του 2014.
Το Βερολίνο αποφεύγει επιμελώς προς το παρόν να ανοίξει τα χαρτιά του και πολιτικά, δεδομένου ότι λίγες εβδομάδες πριν από τις γερμανικές εκλογές (22 Σεπτεμβρίου) το τελευταίο πράγμα που θα έκανε η καγκελάριος Μέρκελ θα ήταν να ξεκινήσει συζήτηση για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, όταν γνωρίζει ότι το ακροατήριό της, οι συντηρητικοί ψηφοφόροι, εμφανίζεται «αλλεργικό» σε διασώσεις χωρών.
Οι γερμανικές εκλογές
Στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει μετά τις γερμανικές εκλογές, έστω κι αν οι αποφάσεις ληφθούν τον Απρίλιο του 2014, μετά την επίσημη ανακοίνωση από τη Εurostat των δημοσιονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών το 2013, ώστε να διαπιστωθεί εάν η Ελλάδα κατέγραψε δημοσιονομικό πλεόνασμα.
Κι αυτό γιατί, όπως τονίζουν, μόνο εάν ξεκινήσει επισήμως η συζήτηση τον Οκτώβριο θα σταματήσει η σεναριολογία για τη βιωσιμότητα του χρέους, η οποία επιδεινώνει το οικονομικό κλίμα και αποτρέπει την ενεργοποίηση υποψήφιων επενδυτών, οδηγώντας σε πλήρες αδιέξοδο τις ιδιωτικοποιήσεις.
Από την άλλη οι Γερμανοί, ισχυριζόμενοι ότι δεν θα γίνει νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, τυπικά λένε την αλήθεια, αλλά στην ουσία παίζουν με τις λέξεις, προφανώς για να καθησυχάσουν τους ψηφοφόρους εν όψει των εκλογών.
«Κούρεμα» του χρέους με τη στενή έννοια δεν θα γίνει, δεν πρόκειται να απομειωθούν τα κεφάλαια των δανείων ύψους 180 δισ. ευρώ που έχει λάβει μέχρι σήμερα η χώρα από τους Ευρωπαίους εταίρους, στο πλαίσιο των δύο προγραμμάτων διάσωσης.
Κανένας ευρωπαίος φορολογούμενος, ούτε Γερμανός, ούτε Ιρλανδός, ούτε Βέλγος, ούτε Πορτογάλος, δεν θα δεχόταν να πληρώσει αυτός μέσω του «κουρέματος» το ελληνικό χρέος.
Και αυτό είναι λογικό και δίκαιο από ηθικής αλλά και πολιτικής πλευράς.
Η απομείωση
Η απομείωση του ελληνικού χρέους θα γίνει, εάν όλα πάνε καλά, με έμμεσο τρόπο και θα έχει τη μορφή του μηδενισμού των επιτοκίων, της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και ενδεχομένως της αναδρομικής συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια διεθνώς διευκολύνουν τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, γιατί οι απώλειες που θα κατέγραφαν οι εταίροι από το μηδενισμό θα ήταν μικρές και θα μπορούσαν να τις επωμιστούν.
Η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μαζί με το μηδενισμό των επιτοκίων των διμερών δανείων ή και όλων, στην ουσία θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου σε σημαντικό «κούρεμα» του χρέους αφού ο πληθωρισμός θα μειώσει αισθητά τα κεφάλαια των δανείων.
Η απόφαση που έλαβαν οι εταίροι για την αναδρομική ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι μια «φωτογραφία» για την Ελλάδα και θα υλοποιηθεί εάν κριθεί ότι δεν διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους με τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα μπορούσε να πάρει πάνω του ένα μέρος από τα 40 δισ. ευρώ που δανείστηκε η χώρα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το οποίο θα μπορούσε να φτάσει τα 10-12 δισ. ευρώ, ελαφρύνοντας το δημόσιο χρέος.
Το μείζον πρόβλημα είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ σχετικά με τη δεύτερη εκκρεμότητα, δηλαδή το δημοσιονομικό κενό του 2014, εκτιμάται ότι θα βρεθεί λύση εύκολα, εντός του φθινοπώρου.
Το δημοσιονομικό κενό εκτιμάται σε περίπου 4 δισ. ευρώ ώστε να καλυφθεί πλήρως η χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος μέχρι το τέλος του 2014.
Η λύση θα βρεθεί γιατί είναι και απαίτηση του ΔΝΤ, το καταστατικό του οποίου δεν επιτρέπει τη συμμετοχή του σε προγράμματα διάσωσης, που δεν έχουν διασφαλισμένη τη χρηματοδότηση για τους επόμενους 12 μήνες.
Επιπλέον δεν ευθύνεται η Ελλάδα για αυτό το κενό, αλλά η άρνηση κεντρικών τραπεζών χωρών της Ευρωζώνης να δεχθούν την επιμήκυνση της αποπληρωμής ελληνικών ομολόγων που έχουν στη διάθεσή τους, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι αυτό θα ήταν χρηματοδότηση δημόσιου χρέους, κάτι που απαγορεύεται από την ΕΚΤ.
Οι επιλογές των εταίρων
Οι εταίροι έχουν τρεις εναλλακτικές για την επίλυση του προβλήματος του δημοσιονομικού κενού: να δώσουν πρόσθετα δάνεια στην Ελλάδα, να καλύψουν το κενό με χρήματα από το δάνειο των 50 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής τα 40 δισ. ευρώ) ή να προχωρήσει η Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο του 2014 στην έκδοση βραχύβιων ομολόγων.
Το καλό σενάριο για τη χώρα μας έχει σήμερα σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει σχετικά με τα θέματα της βιωσιμότητας του χρέους και του δημοσιονομικού κενού από το κακό σενάριο, που θα ήταν η εγκατάλειψη από τους εταίρους. Κι αυτό για δύο λόγους:
Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι έχουν δώσει πλέον πολλά χρήματα, με τη συνολική τους έκθεση να φτάνει τα 180 δισ. ευρώ, ποσό εξαιρετικά σημαντικό για να εγκαταλείψουν τώρα τη χώρα.
Ο δεύτερος που είναι επίσης σημαντικός έχει να κάνει με τη σημερινή κατάσταση στην Ευρωζώνη, όπου όλες οι προσπάθειες έχουν επικεντρωθεί στην έξοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας από την ύφεση.
Μια επιδείνωση της κατάστασης στην Ελλάδα θα μπορούσε να μεταδοθεί και στους άλλους «αδύναμους κρίκους», κάτι που θα εξελισσόταν σε εφιάλτη για όλους.
Ωστόσο, ότι το καλό σενάριο έχει περισσότερες πιθανότητες δεν σημαίνει ότι εμείς απλώς θα περιμένουμε να μας βρουν λύσεις. Το αντίθετο θα συμβεί. Επειδή οι εταίροι ξέρουν ότι αυτή θα είναι και η τελευταία ευκαιρία να μας πιέσουν, θα την εκμεταλλευθούν, άλλωστε έχουν δώσει ήδη το στίγμα με τα «καψώνια» στην εκταμίευση της δόσης.
Τους επόμενους μήνες οι πιέσεις προς την Ελλάδα θα ενταθούν και θα κορυφωθούν, κυρίως στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπου έχουν εστιαστεί πλέον οι προσπάθειες των εταίρων.