Η κρίση της Ελλάδας δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσα σε δυο χρόνια, είπε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας κ. Μάριο Ντράγκι, σε συνέντευξη που έδωσε στην τηλεόραση των Financial Times.
Η πραγματικότητα δείχνει ότι, αν δώσεις αρκετό χρόνο σε μια χώρα, περιμένοντας ότι θα είναι σταθερή και σοβαρή στην εθνική της ανταπόκριση, η χώρα τα καταφέρνει και ξεπερνά την κρίση”, είπε ο κ. Ντράγκι, προσθέτοντας ότι “η ιδέα πως μπορείς μέσα σε δύο χρόνια να λύσεις μια χρηματοδοτική κρίση και να αναπτύσσεσαι, δεν έχει νόημα”. Απαντώντας σε ερώτηση, αν η αντιμετώπιση της κρίσης είναι σαν ένας μακρύς πόλεμος, ο κ. Ντράγκι είπε: “Ναι, είναι ένας μακρύς πόλεμος, αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν είναι απαραίτητα εχθρικές. Αν η επικοινωνία είναι καλή, η πολιτική είναι σταθερή και η δέσμευση θεωρείται συνεπής, είναι βέβαιο ότι οι αγορές δεν θα είναι εχθρικές”.
Ο κ. Ντράγκι αποκάλυψε ότι η ΕΚΤ εξετάζει συγκεκριμένες προτάσεις για να αντιμετωπίσει το ζήτημα των τραπεζών της Ευρωζώνης που είναι εξαρτημένες από αυτή για την παροχή απεριόριστης ρευστότητας. “Νωρίτερα ή αργότερα, η ΕΚΤ θα πρέπει να επιστρέψει σε δημοπρασίες ρευστότητας με μεταβλητά επιτόκια. Όταν θα το κάνουμε αυτό, θέλουμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι η νομισματική πολιτική μας δεν θα μολυνθεί από τα αιτήματα (σ.σ.: ρευστότητας) των εξαρτημένων τραπεζών. Με άλλα λόγια, τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν, αλλά όχι επειδή μια τράπεζα χρειάζεται απελπισμένα ρευστότητα. Γι’ αυτό νομίζω ότι η αντιμετώπιση των εξαρτημένων τραπεζών είναι βασική συνιστώσα της όποιας στρατηγικής εξόδου”, είπε ο Κεντρικός Τραπεζίτης.
Σε σχέση με το τρέχον θέμα της αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, ο κ. Ντράγκι είπε ότι οι αγορές αυτές πρέπει να μείνουν υπό έλεγχο. Μεγάλης κλίμακας αγορές ομολόγων, είπε, θα μπορούσαν να απειλήσουν την ανεξαρτησία της ΕΚΤ και να παραβιάσουν τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Συνθήκης. “Έχω συναίσθηση ότι μπορούμε εύκολα να περάσουμε τη γραμμή και να χάσουμε την ανεξαρτησία και να παραβιάσουμε την Ευρωπαϊκή Συνθήκη”, είπε, επιβεβαιώνοντας ότι η ΕΚΤ δεν θέλει να προχωρήσει σε μία ποσοτική χαλάρωση τύπου Fed (της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ).