«Αρνούμαι, δεν θέλω, δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλα αυτά είναι έτσι, όπως τον κατηγορούν τον πατέρα μου».
Η απολογία της Αρετής Τσοχατζοπούλου τα είχε όλα: Έντονη προσωπική χροιά, υψηλούς τόνους από την πλευρά των παραγόντων της δίκης, αλλά και δική της παραδοχή περί «εικονικότητας» της συναλλαγής στην αγοραπωλησία του ακινήτου επί της Κεφαλληνίας 38, το 2008.
Η κόρη του πρώην υπουργού τόνισε ότι δεν κατέβαλε το πόσο του τιμήματος για το επίδικο οικόπεδο που προοριζόταν να γίνει γκαράζ: «ο πατέρας μου σκέφθηκε να γίνει η συνεργασία με τον Φώτη Αρβανίτη. Ξέρω τον Αρβανίτη από παιδί, εκείνος σε κάποια φάση δεν ήθελε να συνεχίσει. Δεν του κατέβαλα τα λεφτά, ο πατέρας μου είχε συνεννοηθεί μαζί του», σημείωσε, σε αντίθεση με όσα είπε στον ανακριτή.
Και εξήγησε η ίδια: «Ήθελα να καλύψω, να προστατεύσω τον πατέρα μου. Θα φαινόταν άσχημα, να πω ότι εκείνος το είχε αγοράσει. Ήταν δική μου απόφαση, δεν με πίεσε εκείνος» σημείωσε. Η ίδια, πάντως, όπως είπε, δεν γνώριζε τίποτε για τις off shore.
Η Τσοχατζοπούλου αρνήθηκε, πάντως, ότι η αγοραπωλησία για το ακίνητο της Δεινοκράτους, ήταν εικονική και είπε ότι της το πρότεινε ο θείος της, Νικόλαος Ζήγρας – με τον οποίο, πάντως, δεν είχαν κοντινή σχέση· «η μητέρα μου άλλωστε του απέδιδε ότι ενέπλεκε τον πατέρα μου σε σχέσεις».
Με τα λεγόμενά της, η Αρετή Τσοχατζοπούλου θέλησε να καταστήσει σαφή, την τάση της να είναι ανεξάρτητη, αυτοδύναμη, και πάντως να ζει μακριά από τη σκιά του πατέρα της.
Οταν μάλιστα ρωτήθηκε από την εισαγγελέα, Γεωργία Αδειλίνη, τι πίστευε για την οικονομική κατάσταση του πατέρα της το 2008, όταν της έκανε «δώρο» το ακίνητο της Κεφαλληνίας και εκείνος παράλληλα προχωρούσε σε εργασίες ανακατασκευής στο ακίνητο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η Αρετή έκανε αναφορά στην πατρική της οικογένεια.
«Τον πατέρα μου, τον αγαπώ και τον εκτιμώ. Δεν θα γίνω κατήγορός του. Μετά τον χωρισμό με τη μητέρα μου, είχε δημιουργηθεί μια άσχημη κατάσταση. Υστερα από τον δεύτερο γάμο του, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου επαφή για δύο χρόνια. Το τελευταίο σπίτι στο οποίο τον επισκέφθηκα, ήταν στην Κομνά Τράκα, όταν χώρισε με τη μητέρα μου. Δεν ξέρω καν που είναι το σπίτι της Διονυσίου Αρεοοαγίτου. Κάποια στιγμή που πήγα σε μια συναυλία στην Ακρόπολη, λοξοκοίταξα κι’ εγώ μήπως το δω. Για τον γάμο, έμαθα από τις εφημερίδες».
Και πρόσθεσε: «Δεν ήθελα να ασχοληθώ με κακόβουλα κουτσομπολιά. Η μητέρα μου κατέρρεε, με πρόβλημα διαχρονικής κατάθλιψης. Ηθελα να έχω τη δική μου ζωή».
«Τιμωρούνται τα παιδιά μου»
«Είμαι 16 μήνες στον Κορυδαλλό. Θεωρώ ότι πρώτα απ’ όλα τιμωρούνται τα παιδιά μου», είπε η Αρετή, ξεσπώντας σε δάκρυα. «Είμαι αθώα, νοιώθω αθώα. Την παραχώρηση των ακινήτων στο Δημόσιο, την έκανα γιατί τα ακίνητα αυτά έχουν συνδεθεί με αυτή την υπόθεση. Θέλω να επιστρέψω στην οικογένειά μου. Έτρεχαν πίσω από το παιδί μου και φώναζαν: “κλέφτη, φέρε πίσω τα λεφτά”.
Μου πήρε την υπόληψη μου αυτή η ιστορία. Συνήθως ο κόσμος έχει κακή γνώμη για τα παιδιά των δημοσίων προσώπων, ότι βολεύονται, παίρνουν δουλειές. Δεν το ήθελα ποτέ αυτό. Είμαι περήφανη που δούλεψα και έκανα όνομα – για τον εαυτό μου. Με εκτιμούν στο χώρο αυτό, με ήθελαν για την εμπειρία και τη γνώση μου».
Διαμαρτυρία για το «σφυροκόπημα»
«Κυρία, θα δώσετε εξηγήσεις!». Ο υψηλός τόνος του προέδρου κ. Χρήστου Κατσιάνη, μετά τις ερωτήσεις της εισαγγελέως, προκάλεσε τη διαμαρτυρία του συνηγόρου της κ. Μιχάλη Δημητρακόπουλου αλλά και του κ. Αλέξανδρου Λυκουρέζου: «Θα παρακαλέσω τον πρόεδρο, ως δικηγόρος 52 ετών, να διατηρεί τη νηφαλιότητά του. Κάνω έκκληση».
Η Αρετή Τσοχατζοπούλου τηρεί, πάντως, χαμηλούς τόνους, ενώ είναι εμφανής και η δυσκολία χειρισμού της ελληνικής γλώσσας. Η απολογία της συνεχίζεται.