Αυξάνονται οι καταγγελίες για κακοποίηση των παιδιών στο οικογενειακό περιβάλλον, γεγονός που αποδίδεται στην κακή διάθεση των γονέων, λόγω της οικονομικής κρίσης. Εξάλλου παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών εντός των ιδρυμάτων, το πρόβλημα είναι υπαρκτό.
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν 14.000 παιδιά που διαμένουν σε ιδρύματα, τα οποία όμως δεν επαρκούν καθώς οι θέσεις είναι περιορισμένες και γι αυτό οι ειδικοί συνιστούν ενίσχυση του θεσμού της ανάδοχης οικογένειας. Τα παραπάνω επισημάνθηκαν στη διάρκεια ημερίδας με θέμα «Η προστασία του παιδιού κατά την παραμονή του σε ιδρύματα-κέντρα παιδικής προστασίας» που διοργάνωσε η Κοινωνική Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων «Άρσις».
Όπως επισήμανε το ιδρυτικό μέλος της «Άρσις», Νίκος Γαβαλάς, τον τελευταίο καιρό έχουν αυξηθεί οι καταγγελίες για κακοποίηση παιδιών λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ τα ιδρύματα φιλοξενίας κακοποιημένων παιδιών έχουν ανάγκες για σύγχρονες δομές ώστε να καλύψουν τις ανάγκες.
«Κάθε χρόνο φτάνουν στο Συνήγορο του Παιδιού 500-550 αναφορές για παραβιάσεις δικαιωμάτων των παιδιών, αλλά ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Μόνο το 6% των αναφορών γίνεται από παιδιά, ενώ οι υπόλοιπες από ενήλικους. Τα ιδρύματα δεν αρκούν και για αυτό πρέπει να ενισχυθεί ο θεσμός της ανάδοχης οικογένειας», ανέφερε ο βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Γιώργος Μόσχος.
Σύμφωνα με υπολογισμούς, βασισμένους σε στοιχεία διάφορων ερευνών της εγκληματολόγου του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, Ειρήνης Φερέτη, κάθε χρόνο στην Ελλάδα 5.000-10.000 παιδιά προσχολικής ηλικίας υφίστανται κακοποίηση ή παραμέληση από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Όσον αφορά στο θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών εντός των ιδρυμάτων, παρότι δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία, το φαινόμενο αυτό υφίσταται. Όπως αναφέρθηκε στη διάρκεια της ημερίδας, η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών εντός των ιδρυμάτων συνήθως ασκείται από μεγαλύτερα παιδιά προς τα μικρότερα, από το προσωπικό του ιδρύματος, είτε από τρίτους που έχουν πρόσβαση στο χώρο των ιδρυμάτων και στα παιδιά που διαμένουν σε αυτά…
Οι ομιλητές ανέφεραν ότι δεν υπάρχει ακριβής εικόνα για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών στην Ελλάδα και καμία εικόνα για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών που ζουν σε ιδρύματα. Αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη ερευνών πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Από τη μία φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα στο να δοθεί άδεια από τους αρμόδιους φορείς για μία τέτοια έρευνα και από την άλλη υπάρχουν αντιστάσεις από τα ίδια τα ιδρύματα.
Όσον αφορά τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα, φαίνεται η διαφορά που υπάρχει στην καταγραφή των περιστατικών από τον κάθε φορέα. Για παράδειγμα όσον αφορά το βιασμό, τα στατιστικά που διατηρεί η Ελληνική Αστυνομία από το 2001 έως το 2008 κυμαίνονται, κάθε χρόνο, από 44 έως 67 περιστατικά, ενώ η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία για το ίδιο θέμα από το 1999 έως το 2006, αναφέρει μηδενικό αριθμό περιστατικών. Από αυτό συμπεραίνεται ότι υπάρχει έλλειψη ενός ενιαίου συστήματος καταγραφής όλων αυτών των περιστατικών, γεγονός που συμβάλλει στο να μην υπάρχει ακριβής εικόνα του φαινομένου της κακοποίησης ανηλίκων. Αυτό γίνεται πιο κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς ότι ελάχιστα περιστατικά κακοποίησης καταγγέλλονται από το σύνολο αυτών και όταν αυτά καταγγέλλονται δεν υπάρχει ένας ενιαίος και οργανωμένος τρόπος καταγραφής αυτών των περιστατικών με συνέπεια να μην υπάρχει μία βάση δεδομένων για όλη την Ελλάδα, αλλά σποραδικά δεδομένα από διάφορους φορείς.
Πολύ σημαντική είναι η χάραξη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα της πρόληψης κακοποίησης παιδιών εντός ιδρυμάτων. Ήδη έχει πραγματοποιηθεί μία διακρατική έρευνα για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών εντός ιδρυμάτων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος ΔΑΦΝΗ , σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Λετονία, Λιθουανία και Πολωνία, τα αποτελέσματα της οποίας θα παρουσιαστούν τις προσεχείς ημέρες στο διαδίκτυο. Η κοινή επεξεργασία των αποτελεσμάτων, η κοινή αναγνώριση καλών και κακών πρακτικών που ισχύουν σε κάθε χώρα, και η διασπορά τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αναμένεται να αποτελέσει μία ευκαιρία προκειμένου να αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο ο τρόπος λειτουργίας των ιδρυμάτων.
Στη διάρκεια της ημερίδας επισημάνθηκε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη της ανάδειξης του φαινομένου της κακοποίησης και ιδιαίτερα της σεξουαλικής κακοποίησης, προκειμένου να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος, ώστε στη συνέχεια να καταστεί δυνατή η επίλυσή του. Οι ομιλητές τόνισαν ότι είναι αναγκαία η μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συστήματος με το οποίο λειτουργούν τα ιδρύματα και η έμφαση στη διαδικασία επιλογής και εκπαίδευσης του προσωπικού που τα απαρτίζουν, καθώς και της όλης φιλοσοφίας με την οποία λειτουργούν τα ιδρύματα στην Ελλάδα.