Την αντίθεσή του με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να αγοράζει ομόλογα προβληματικών τραπεζών, εκφράζει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, και αποκαλεί «παυσίπονο» τους τρόπους διάσωσης των χωρών που βρίσκονται σε κρίση.
Η παρέμβαση του Χανς Βέρνερ Ζιν, με συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunkμ συμπίπτει με τη δημοσιοποίηση κειμένου που φέρει την υπογραφή 200 οικονομολόγων, το οποίο στηρίζει τη συγκεκριμένη πολιτική της ΕΚΤ και το οποίο ο Γερμανός οικονομολόγος δεν έχει υπογράψει.
Και εξηγεί το γιατί: «Αυτό που η ΕΚΤ δεν κάνει εδώ και καιρό είναι να καλύπτει μόνο με ρευστό τις τράπεζες. Εκείνο που κάνει είναι να δίνει σε προβληματικές τράπεζες διαφόρων χωρών στήριξη και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα. Υποστηρίζει ουσιαστικά τις ίδιες τις χώρες σε κρίση αγοράζοντας ομόλογα.
Αυτό είναι και το επίμαχο σημείο αυτού του προγράμματος. Υπόσχεται αγορά απεριόριστου αριθμού ομολόγων από κράτη που πλήττονται από την κρίση, λέγοντας τελικά στους ιδιοκτήτες αυτών των ομολόγων, μην ανησυχείτε, αν δεν πάει καλά, πριν χρεοκοπήσει η χώρα μπορείτε να έρθετε σε μένα. Θα τα αγοράσω και θα αναλάβω εγώ να καλύψω τις απώλειες. Αυτό όμως σημαίνει, ότι έτσι επιβαρύνονται οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι, δεδομένου ότι ιδιοκτήτες της ΕΚΤ είναι τα Υπουργεία Οικονομικών».
Ο Γερμανός οικονομολόγος θεωρεί ότι οι 200 υπογραφές ενός κειμένου που κυκλοφορεί εδώ και τρεις εβδομάδες σε ολόκληρο τον κόσμο είναι λίγες, ενδεικτικό της γενικότερης διαφωνίας των εμπειρογνώμων έναντι της πολιτικής της ΕΚΤ.
Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις του για την κατάσταση στις χώρες της νότιας Ευρώπης, την περιγράφει ως καταστροφική. «Βρισκόμαστε σε μια μεγάλη κρίση» υποστηρίζει. «Η μαζική ανεργία δεν μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο. Η ανεργία στους νέους στην Ελλάδα φτάνει το 64%, στην Ισπανία ξεπερνά το 65%. Ο μέσος όρος ανεργίας σε αυτές τις χώρες φτάνει στο 27%. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό ακόμη θα αντέξουν», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Υποστηρίζει, μάλιστα, πως «πρακτικά έχει έλθει πλήρης καταστροφή στο ευρώ». «Οι χώρες με το ευρώ είχαν πρόσβαση σε φτηνό χρήμα, για πολλά χρόνια αύξαναν μισθούς και τιμές, περνούσαν καλά, ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους, δημιουργούσαν ελλείμματα που χρηματοδοτούνταν από το εξωτερικό. Και μετά ήρθε η κρίση και διαπιστώθηκε ότι έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους. Και εδώ βρισκόμαστε. Η επιστροφή είναι πολύ δύσκολη διαδικασία, αναζητούνται συστήματα διάσωσης, αλλά είναι μόνο παυσίπονα», επισημαίνει ο επικεφαλής του Ifo.